Σάββατο, 19 Ιουλίου 2014 19:11

Σαράντα χρόνια μετά...

Κανένα δάκρυ μάνας αγνοούμενου δεν μπορεί πια να ταράξει τη μίζερη ζωή αυτού του λαού και των αντάξιων ηγετών του. Γιατί δεν είναι πια η Κύπρος μακράν αλλά οι Έλληνες μακράν, πολύ μακράν απ' την Ελλάδα. Κανένα δάκρυ μάνας αγνοούμενου δεν μπορεί πια να ταράξει τη μίζερη ζωή αυτού του λαού και των αντάξιων ηγετών του. Γιατί δεν είναι πια η Κύπρος μακράν αλλά οι Έλληνες μακράν, πολύ μακράν απ' την Ελλάδα.
Γράφει ο Κώστας Χατζηαντωνίου

Παραμονή του Προφήτη Ηλία, νύχτα του 1974. Στα πρόσωπα όλων γραμμένη η αγωνία για όσα μαθαίνανε, το πανηγύρι έμοιαζε παράταιρο. Για μας η Κύπρος ήτανε πάντoτε κοντά. Κατεβήκαμε γρήγορα από το λόφο του Φιλερήμου στο σπίτι, ο πατέρας στο ραδιόφωνο ακούει Λονδίνο και Ντώυτσε Βέλλε. Το ξέρανε όλοι. Ο τουρκικός αποβατικός στόλος πλησίαζε τις ακτές της Κύπρου. Κι όμως. Υπήρχαν κι αυτοί που δεν θέλανε να το ξέρουν. Και τότε και τώρα.

Η πλήρης αδράνεια εν όψει του εμφανούς κινδύνου, η απίστευτη ανικανότητα για την εκτίμηση της κατάστασης και λήψη των αναγκαίων μέτρων δεν ήταν γεγονότα τυχαία. Οι μονάδες αποκοιμίζονταν συνειδητά από το Επιτελείο που καθησύχαζε ακόμη και τους διοικητές των ταγμάτων πρώτης γραμμής. Μάταια φωνάζανε οι σταθμοί έγκαιρης ειδοποίησης, οι διευθύνσεις πληροφοριών: Οι Τούρκοι φτάνουν! Στις πέντε το πρωί τουρκικά αεροσκάφη βομβαρδίζουν ελληνοκυπριακούς στόχους. Πέφτουν οι πρώτοι αλεξιπτωτιστές στο θύλακα της Λευκωσίας στο Κιόνελι και τα αποβατικά κινούνται προς την ακτή ενώ χαράζει. Ο πρώτος καταπέλτης αποβατικού πέφτει στο Πεντεμίλι της Κυρήνειας. Οι άνδρες αποβιβάζονται με άνεση μεγαλύτερη και από εκτέλεση άσκησης. Κατέρχονται σε μπουλούκια, μέσα σε σύγχυση και σ' έναν αιγιαλό πλάτους 200 μ. Τόσο σίγουροι ήσαν για την έλλειψη αντίστασης. Πράγματι, με εξαίρεση τις ριπές λιγοστών γενναίων που αυτοβούλως αμύνονταν, μόλις στις 10 το πρωί άρχισε να δέχεται πυρά το προγεφύρωμα, όταν εμφανίστηκε στην περιοχή το 251 τάγμα πεζικού του (αγνοούμενου ακόμη) Κουρούπη.

Στη Ρόδο είχαμε την τύχη ν' ακούμε απευθείας το ΡΙΚ. Νιώθαμε τον παλμό της συμφοράς καθώς τα ψέματα του χουντικού ραδιοφώνου κάπως μετριάζονταν. Δεν ξέραμε βέβαια πως ο Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων Μπονάνος (που το βράδυ της 19ης άνετος κοιμόταν στο θέρετρο του Αγ. Ανδρέα) όταν ενημερώθηκε ότι ενεργείται απόβαση θα πει (ένορκη κατάθεση αντιπλοίαρχου Νικολόπουλου) ότι «η Τουρκία χτυπά την Κύπρο και εμείς είμαστε Ελλάς». Η ΕΛΔΥΚ, για κάθε ενέργεια της οποίας απαιτείται διαταγή της Αθήνας, ολιγωρεί, χάνονται πολύτιμες ώρες. Όταν η Εθνοφρουρά αναλαμβάνει να αμυνθεί, είναι αργά. Η ταυτόχρονη αντιμετώπιση θυλάκων και απόβασης απαιτούσε επιστράτευση, η Εθνοφρουρά των 10.000 ανδρών δεν μπορούσε συγχρόνως και τον επιθετικό ελιγμό κατά των θυλάκων και κατά των εισβολέων να ενεργήσει. Μια μερική επιστράτευση την προηγούμενη και μια έξοδος στους χώρους διασποράς, θα επέτρεπε το πρωί της 20ης Ιουλίου να υπάρχουν τα προβλεπόμενα δύο τάγματα στον χώρο απόβασης και την Κυρήνεια, θα είχε κάνει δυνατό να οργανωθεί επάκτιο πυροβολικό, θα είχε δώσει τη δυνατότητα ειδικά στις κομβικής σημασίας τρεις μοίρες καταδρομών να είναι έτοιμες να επιτεθούν αμέσως στο βόρειο ορεινό τμήμα του θυλάκου στον Πενταδάχτυλο, αντί να παραμένουν τραυματισμένες από το πραξικόπημα ακόμη στη Λευκωσία. Και κυρίως, οι μονάδες που έσπευδαν το πρωί της εισβολής να βγουν από τα στρατόπεδα, δεν θα είχαν δεχθεί τα καταστρεπτικά πυρά της τουρκικής αεροπορίας.

Η Κύπρος είχε παραδοθεί στη σφαγή και την ίδια ώρα στην Αθήνα η στρατιωτική ηγεσία και το «υπουργικό συμβούλιο» των ασπαλάκων συνέρχονταν, κουβέντιαζε και κήρυσσε γενική επιστράτευση. Και τότε, ο «πρόεδρος της δημοκρατίας» Γκιζίκης, οι μεγαλόσχημοι υπουργοί και στρατηγοί, ο αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγός Μπονάνος οι αρχηγοί των Επιτελείων (Γαλατσάνος, Παπανικολάου, Αραπάκης), άβουλα ανθρωπάκια ως τότε στα χέρια του ταξιάρχου Ιωαννίδη, θα του αντιταχθούν για τον ίδιο λόγο που τον υπάκουαν. Για τη σωτηρία του ασήμαντου τομαριού τους. Η αντίστροφη μέτρηση για την πτώση της χούντας άρχιζε. Ήταν άχρηστη πια στους πάτρωνές της. Τώρα έπρεπε να αποφευχθεί ο ελληνοτουρκικός πόλεμος που θα διέλυε τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.

Σαράντα χρόνια μετά ξέρουμε, όσο και αν το μαύρο μέτωπο νεοφιλελευθερισμού και κρατικής αριστεράς το αποκρύπτει για να υπηρετήσει έναν ακόμη συμβιβασμό: Η 20η Ιουλίου απέδειξε ότι ο Αττίλας τόσο από πλευράς σχεδίου όσο και εκτέλεσης αποδείχθηκε απίστευτα πρόχειρος και ερασιτεχνικός. Αποβιβάστηκε ευχερώς επειδή δεν συνάντησε αντίσταση. Δεν διέθετε επαρκείς και κατάλληλες δυνάμεις, δεν μερίμνησε για τον απαιτούμενο στρατηγικό εδαφικό χώρο, αδρανώντας τραγικά και τρέμοντας την πρώτη νύχτα της εισβολής νυχτερινή αντεπίθεση της Εθνοφρουράς. Ζητούσε απεγνωσμένα ενισχύσεις που χρειάζονταν 48 ώρες για να φτάσουν: να η προσφορά της «εκεχειρίας» της 22ας Ιουλίου: σταθεροποιήθηκε και ενισχύθηκε (πάλι χωρίς ενόχληση) με άρματα και νέες δυνάμεις το προγεφύρωμα που θα επεκτείνεται συνεχώς τις μέρες των συνομιλιών στη Γενεύη. Και βέβαια, «πέφτει» η χούντα.

Τη νύχτα της 23ης Ιουλίου οι Έλληνες με κεράκια στα χέρια γιορτάζουν το τέλος της εφτάχρονης ευτέλειας. Ο Κίσινγκερ ανασαίνει τώρα με ανακούφιση. Με αμερικανική εποπτεία είχαν δοθεί οι σχετικές διαβεβαιώσεις και η τρίτη χούντα παρέδιδε την πολιτική εξουσία παραμένοντας επικεφαλής του στρατού - κι όχι βέβαια λόγω των μέχρι τότε θριάμβων της. Η εξέγερση του ένοπλου επιστρατευμένου λαού είχε αποφευχθεί. Η αλλαγή φρουράς φέρνει την «αποκατάσταση της δημοκρατίας». Η νέα πολιτική ηγεσία κράτησε την υπόσχεσή της, δεν έθιξε ποτέ τους υπεύθυνους της τραγωδίας. Σαράντα χρόνια αργότερα οι πολιτικοί κληρονόμοι εκείνων που παρέδωσαν την Κύπρο στον πρώτο Αττίλα και εκείνων που ανέχτηκαν τον Αύγουστο τον δεύτερο Αττίλα, συγκυβερνούν και ξαναγράφουν την Ιστορία, ενώ μαζί με την ενσωματωμένη αριστερά αγωνίζονται σταθερά για τη νομιμοποίηση του εγκλήματος του 1974. Κι ίσως το καταφέρουν. Γιατί στην Κύπρο δεν ηττηθήκαμε στρατιωτικά. Ηττηθήκαμε πολιτικά και ηθικά. Και αυτό υπήρξε απείρως χειρότερο.

Για πολλά χρόνια διακήρυσσαν «δεν ξεχνώ» γιατί φοβούνταν ότι ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού, μέσα στην ηθική ανάταση της δημοκρατικής απελευθέρωσης, θα αξίωνε μια ιστορική απάντηση, θα επέβαλλε μια πολιτική και εθνικής απελευθέρωσης ή έστω ανένδοτης στάσης. Αυτό ακριβώς έτρεμε το μεταπολιτευτικό κατεστημένο. Να καταστεί στη λαϊκή συνείδηση η Κύπρος η λυδία λίθος που θα έσυρε τους πολιτικούς σε μια πορεία εθνικής αξιοπρέπειας. Τώρα, καθώς ο λαός αυτός εκφυλίστηκε οριστικά (πρώτα με τον καταναλωτισμό, τώρα με την ανέχεια) και δεν υπάρχει φόβος πραγματικής αντίδρασης, αποφαίνονται πως «ηττηθήκαμε το 1974» για να εκμαιεύσουν τη συναίνεση σε μια νέα εθνική ταπείνωση. Κανένα δάκρυ μάνας αγνοούμενου δεν μπορεί πια να ταράξει τη μίζερη ζωή αυτού του λαού και των αντάξιων ηγετών του. Γιατί δεν είναι πια η Κύπρος μακράν αλλά οι Έλληνες μακράν, πολύ μακράν απ' την Ελλάδα.

Κάντε Like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθείστε μας στο Twitter