Write on Κυριακή, 01 Οκτωβρίου 2017 Κατηγορία ΕΘΝΙΚΗ ΦΡΟΥΡΑ

Με την καθιερωμένη στρατιωτική παρέλαση μηχανοκινήτων και πεζοπόρων τμημάτων εορτάστηκε και φέτος την 1η Οκτωβρίου η επέτειος της Ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η παρέλαση πραγματοποίθηκε την Κυριακή 1η Οκτωβρίου στις 11:00 το πρωί επί της οδού Ιωσήφ ΧʺΙωσήφ στο Στρόβολο.

Πριν την έναρξη της παρέλασης πραγματοποιήθηκε η επίσημη υποδοχή στο χώρο της παρέλασης του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκου Αναστασιάδη κατά τη διάρκεια της οποίας έγινε ρίψη 21 χαιρετιστήριων κανονιοβολισμών και ακολούθησε η επίσημη έπαρση σημαίας και η ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου.

Νωρίτερα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατέθεσε στεφάνι στα Φυλακισμένα Μνήματα και μετά στον ανδριάντα του Εθνάρχη Μακαρίου Γ’ στο Προεδρικό Μέγαρο.

Πηγή: http://cyprustimes.com

Κάντε Like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθείστε μας στο Twitter

Write on Κυριακή, 01 Οκτωβρίου 2017 Κατηγορία ΕΘΝΙΚΗ ΦΡΟΥΡΑ

Ελληνικά μαχητικά έκαναν την εμφάνισή τους στον ουρανό της Λευκωσίας για πρώτη φορά μετά από 16 χρόνια. Τα μαχητικά F16 βρέθηκαν στην Κύπρο για να κάνουν την εμφάνισή τους στη στρατιωτική παρέλαση για τους εορτασμούς της 1ης Οκτωβρίου.

Ο ήχος και η θέα τους δημιουργούν έντονα συναισθήματα. Πηγή: http://www.sigmalive.com

Κάντε Like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθείστε μας στο Twitter

Write on Παρασκευή, 29 Σεπτεμβρίου 2017 Κατηγορία ΕΘΝΙΚΗ ΦΡΟΥΡΑ

Γράφει ο Δρ. Στρατής Ανδρέας Ευθυμίου* - strategy-cy.com

Ο τρόπος πρόσληψης γυναικών, πρώτη φορά, ως επαγγελματιών στρατιωτών στην Εθνική Φρουρά εγείρει σοβαρούς προβληματισμούς για το μέλλον. Το 50% των νεοπροσληφθέντων Συμβασιούχων Οπλιτών είναι γυναίκες, οι οποίες αναλαμβάνουν καθήκοντα την 4η Οκτωβρίου 2017. Τώρα πια θα έχουν και οι γυναίκες δικαίωμα συμμετοχής στον διαγωνισμό Πρόσληψης Συμβασιούχων Οπλιτών (ΣΥΟΠ). Αυτή είναι η πρώτη φορά που δίνεται στις γυναίκες η δυνατότητα να υπηρετήσουν στην Εθνική Φρουρά ως στρατιώτες, με αποτέλεσμα να εισάγονται περίπου 300 γυναίκες επαγγελματίες στρατιώτες. Έπειτα από αυτή την πρώτη εισδοχή, οι γυναίκες θα αποτελούν το 10% των ΣΥΟΠ (Καλατζής, M. 2017). Το ερώτημα που εγείρεται είναι γιατί τώρα και όχι από την αρχή της διαδικασίας πρόσληψης Συμβασιούχων Οπλιτών, δηλαδή από τις προσλήψεις του 2016; Μήπως η Εθνική Φρουρά δε θεωρεί ίσες τις γυναίκες με τους άντρες κατατάσσοντας τον γυναικείο πληθυσμό σε δεύτερη θέση;

Το θέμα εν προκειμένω είναι ότι, η έννοια της ισότητας περισσότερο υποτιμάται παρά προωθείται, με τον πρόχειρο, μικροπολιτικής λογικής τρόπο πρόσληψης καθώς δεν λαμβάνεται υπόψιν ούτε σε στοιχειώδες επίπεδο ο δύσκολος και λεπτός σχεδιασμός πολιτικής, τον οποίο απαιτεί η πρόσληψη γυναικών στον στρατό.

Η πρόσληψη αποσιωπά τα προβλήματα από την ένταξη γυναικών στους στρατούς της Δύσης

Στην Ευρώπη, ιστορικά, οι χώρες, έχουν υιοθετήσει διαφορετικές πολιτικές που περιορίζουν τη συμμετοχή των γυναικών στις εθνικές ένοπλες δυνάμεις. Το ουσιώδες ζήτημα που ανακύπτει είναι κατά πόσο οι γυναίκες θα έπρεπε να έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν αναλαμβάνοντας μαχητικούς ρόλους σε ένοπλες συγκρούσεις. Από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι περισσότερες χώρες έχουν επιτρέψει στις γυναίκες να συμμετέχουν σε ορισμένες στρατιωτικές δραστηριότητες, αλλά μόνο αυτές που δεν περιλαμβάνουν άμεση επίθεση εναντίον του «εχθρού». Λέγετε ότι, η Γαλλία έχει σήμερα το μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών ως στρατιωτικού προσωπικού στην Ευρώπη (FrenchMinistryofDefense, 2011). Παρόλα αυτά, οι γυναίκες απαγορεύεται μέχρι σήμερα να συμμετάσχουν στις μονάδες μάχης ή ακόμα και στα υποβρύχια του γαλλικού ναυτικού (NATO, 2017). Η Δανία, μια χώρα γνωστή ως πρωτοπόρα στο ζήτημα της ισότητας των φύλων, είχε επιτρέψει τη συμμετοχή των γυναικών στις ένοπλες δυνάμεις ήδη από το 1934. Ωστόσο, μόνο το 1978 επιτράπηκε στις γυναίκες να προσληφθούν σε όλες τις μονάδες των ενόπλων δυνάμεων της Δανίας. Οι δοκιμές μάχης, στη δεκαετία του ογδόντα εστίασαν στην εξερεύνηση των δυνατοτήτων των γυναικών στη μάχη (NATO, 2017B).

Επιπλέον, ο αμερικανικός στρατός αποτελεί το πιο πολύτιμο παράδειγμα που μπορούμε να αντλήσουμε λόγω των πολλών σοβαρών προσπαθειών που έχει καταβάλει στην αντιμετώπιση προβλημάτων που προέκυψαν από την ένταξη γυναικών στον στρατό. Η εμπειρία του αμερικανικού στρατού με τα δύο φύλα μετράει κάποιες εκατοντάδες χρόνια. Οι γυναίκες μέλη της υπηρεσίας ήταν παρούσες στα αμερικανικά στρατεύματα από τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας, αποκτώντας όμως το επίσημο «status» τους μόνο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή η αργή διαδικασία ολοκλήρωσης έχει επιταχυνθεί τα τελευταία σαράντα χρόνια (PlaniolA., April 2016).
Πριν από δύο χρόνια, τον Δεκέμβριο του 2015, ο Ash Carter, υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, προέβη στην ανακοίνωση ότι όλες οι στρατιωτικές θέσεις θα είναι ανοιχτές στις γυναίκες χωρίς εξαίρεση. Αυτή η ανακοίνωση προηγήθηκε της δήλωσης του 2013 ότι υπάρχει πρόθεση να αρθούν όλα οι περιορισμοί που εμποδίζουν την πλήρη ενσωμάτωση των γυναικών στις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν μονάδες μάχης (PlaniolA., April 2016).

Επρόκειτο για μια δύσκολη διαδικασία που παρουσίασε πολλά προβλήματα τόσο για τον θεσμό όσο και για τις γυναίκες τις ίδιες. Ορισμένα από αυτά αναλύονται στη συνέχεια. Η μακρόχρονη διαδικασία, λοιπόν, διεξαγόταν σε διαδοχικές φάσεις, καθώς καταβαλλόταν προσπάθεια να βρεθούν λύσεις στα διάφορα κρίσιμα ζητήματα ένταξης των γυναικών στον στρατό.

Η ξαφνική, επομένως, και απροσχεδίαστη ένταξη των γυναικών στην κυπριακή Εθνική Φρουρά προκαλεί βάσιμους προβληματισμούς και ανησυχίες, πολλώ δε μάλλον που η ένταξή τους γίνεται σε έναν θεσμό που αντιμετωπίζει χρόνια προβλήματα. Όπως σημείωσε η Ετήσια Έκθεση του Κυπριακού Κέντρου Στρατηγικών Μελετών 2017: «Η πιθανολογούμενη πρόσληψη γυναικών οπλιτών, στην παρούσα φάση, θα περιπλέξει περαιτέρω την ήδη προβληματική κατάσταση που έχει δημιουργηθεί» (CyprusCentreforStrategicStudies, 2017).

Οι κύπριες γυναίκες στρατιώτες: πολίτες δεύτερης κατηγορίας

Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να εξεταστεί η ετεροχρονισμένη πρόβλεψη πρόσληψης γυναικών. Σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, γιατί δεν προσελήφθησαν εξαρχής οι γυναίκες, όπως οι άντρες; Εάν, δηλαδή, για το Υπουργείο Άμυνας τα δύο φύλα είναι ίσα, τότε, πριν καν προκηρύξει τις θέσεις οπλιτών πέρσι, θα έπρεπε να είχε μεριμνήσει ώστε να δοθούν ίσες ευκαιρίες σε αμφότερα τα φύλα. Άλλωστε στην Εθνική Φρουρά υπηρετούν γυναίκες υπαξιωματικοί/ αξιωματικοί εδώ και πολλά χρόνια, οπότε γιατί οι γυναίκες στρατιώτες να τίθενται σε δεύτερη μοίρα, μετά τους άντρες;

Φυσικά, το ζήτημα της ισότητας που θίγεται στην προκειμένη περίπτωση είναι σοβαρό, αφενός επειδή αφορά κρατικό θεσμό, αφετέρου διότι ενδέχεται να παραπλανηθεί η κοινή γνώμη με την τωρινή πρόσληψη γυναικών, ενδεχόμενο που εξετάζεται στη συνέχεια. Η πρόβλεψη θέσεων για γυναίκες επαγγελματίες οπλίτες μόνο κατά τη δεύτερη φάση προκήρυξης ανάλογων θέσεων συνιστά διάκριση σε βάρος των γυναικών που αντιμετωπίζονται σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Το θέμα εν προκειμένω είναι ότι, ιστορικά, οι γυναίκες χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν σοβαρά ζητήματα κατά τη διεκδίκηση της ένταξής τους σε διαφορετικούς τομείς της κοινωνίας, καθώς και να αγωνιστούν για αυτή, δεδομένου ότι θεωρήθηκαν το δεύτερο φύλο. Επομένως, ποιος ο λόγος να προσληφθούν τώρα από την κυπριακή Εθνική Φρουρά και όχι εξαρχής;

Υπάρχει πρόθεση να καλύψουν οι γυναίκες την ατυχή πολιτική συμβασιούχων

Η υφιστάμενη διαδικασία μείωσηs της θητείας και η πρόσληψη επαγγελματιών στρατιωτών όχι μόνο δεν αναβαθμίζει την Εθνική Φρουρά, χωρίς να επιλύει τα προβλήματά της, αλλά και οξύνει τις χρόνιες παθογένειες διογκώνοντάς τες (Αριστοτέλους, A. 2017; Efthymiou, S. 2017). Αποδείχθηκε ότι η πολιτική της κυβέρνησης, ως προς την πρόσληψη συμβασιούχων, δεν είναι τόσο ελκυστική στους συμβασιούχους που προσελήφθησαν πέρσι, ώστε να θελήσουν να παραμείνουν στο σώμα. Κρίθηκε λανθασμένα, ότι χρειάζονται μόνο 3.000 συμβασιούχοι οπλίτες, ενώ στην πραγματικότητα απαιτούνται περισσότεροι από 6000 (για περαιτέρω ανάλυση βλ.: Αριστοτέλους, A. 2017; Αριστοτέλους, A. 2016). H μείωση της θητείας στην Εθνική Φρουρά έχει γίνει: «χωρίς την εκ των προτέρων εξασφάλιση των αναγκαίων εξισορροπητικών ρυθμίσεων σε ανθρώπινο δυναμικό», (CyprusCentreforStrategicStudies, 2017).

Επιπροσθέτως, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι πέρσι το Υπουργείο Άμυνας είχε βιαστεί να ανακοινώσει ότι ήταν μεγάλο το ενδιαφέρον για τις θέσεις των επαγγελματιών στρατιωτών. Δε λήφθηκε υπόψιν όμως το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται και το ενδεχόμενο πολλοί, παρά την οικονομική κρίση, να θελήσουν να φύγουν μόλις έρθουν αντιμέτωποι με την πραγματική κατάσταση του θεσμού (Efthymiou, S. 2017B). Κατ’ επέκταση, σημαντικός αριθμός ΣΥΟΠ παραιτήθηκαν.

Αναλυτικότερα, κατά τον πρώτο διαγωνισμό πέρασαν με επιτυχία τις διαδικασίες 3.667 άτομα. Μετά την επιλογή 3000 από αυτούς, περίπου 408 δεν αποδέχθηκαν τη θέση. Από τους 667 που ανήκαν στον κατάλογο των επιλαχόντων, απέμειναν περίπου 150, καθώς οι υπόλοιποι κλήθηκαν να αντικαταστήσουν όσους δεν υπέγραψαν τις συμβάσεις που τους δόθηκαν (Κυπριανού, Ν. 2016; Καλατζής, Μ. 2017A). Εξαιτίας της συρρίκνωσης του αριθμού επιλαχόντων, δημιουργήθηκε νέος κατάλογος υποψηφίων ενόψει των ανανεώσεων των συμβολαίων (Καλατζής, Μ. 2017A), αλλά και για να καλυφθούν τα κενά που προέκυψαν από τις μαζικές παραιτήσεις που ακολούθησαν. Σε διάστημα μόλις λίγων μηνών υπηρεσίας, τον Φεβρουάριο του 2017, οι ΣΥΟΠ διαμαρτυρήθηκαν επίσημα, με επιστολή τους προς τον Υπουργό Άμυνας και στελέχη του Γ.Ε.Ε.Φ, για τον αριθμό υπηρεσιών που καλούνται να εκτελέσουν μηνιαίως, καθώς και για την ασυνέπεια μεταξύ των όρων των συμβολαίων τους και τις πραγματικές συνθήκες εργασίας. Συγκεκριμένα, κατέληξαν ότι: “Με απογοήτευση καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι θεσμός των 3000 συμβασιούχων οπλιτών έχει αποτύχει παταγωδώς.” (Sigmalive, 2017).

Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2017, χρειάστηκε να προσληφθούν περίπου 600 για να αντικαταστήσουν αυτούς που παραιτήθηκαν. Συμπερασματικά, το 14% δε συγκατατέθηκε να υπογράψει το συμβόλαιο που του δόθηκε, ενώ το 20% όταν βίωσε τις συνέπειές του παραιτήθηκε αμέσως. Το 34% των υποψηφίων που επιλέχθηκαν από το Υπουργείο Άμυνας κατέδειξε, έμπρακτα και με τίμημα τη θέση εργασίας που ανέλαβε, τα βαθιά προβλήματα που προκύπτουν από τον πρόχειρο και μικροπολιτικής λογικής τρόπο πρόσληψης Συμβασιούχων Οπλιτών.

Έτσι, τώρα εμφανίζεται ως από μηχανής θεός η προκήρυξη πρόσληψης και γυναικών στην Εθνική Φρουρά. Φέτος θα προσληφθούν 600 ΣΥΟΠ για να πληρωθεί το κενό που δημιουργήθηκε, ενώ οι μισές προβλέπεται να είναι γυναίκες (Καλατζης, M., 2017). Φαίνεται ότι η πρόσληψη ίσου αριθμού γυναικών και ανδρών, σε ποσοστό 50-50, γίνεται για να δοθεί η εντύπωση ότι ο θεσμός των Συμβασιούχων Οπλιτών σέβεται την ισότητα των φύλων. Στην πραγματικότητα, όμως, απώτερο σκοπό της πρόσληψης αποτελεί η κάλυψη της προχειρότητας με την οποία προσέλαβαν τους επαγγελματίες οπλίτες, εξευτελίζοντας ουσιαστικά την έννοια της ισότητας, αφού οι γυναίκες αντιμετωπίζονται σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας.

Οι διαστάσεις του θέματος ωστόσο είναι ευρύτερες, αφού με την ισχύουσα διαδικασία παραγνωρίζεται ότι η ένταξη των γυναικών έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τους στρατούς ανά την υφήλιο, οι οποίοι αντιμετωπίζουν μία πληθώρα προβλημάτων, πολλά από τα οποία παραμένουν μέχρι σήμερα άλυτα. Στις 4 Οκτωβρίου θα ξεκινήσει η εκπαίδευσή των γυναικών στρατιωτών στην Εθνική Φρουρά, η οποία θα διαρκέσει 9 εβδομάδες καθώς δεν έχουν καμία στρατιωτική εμπειρία. Οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης θα εκτελούν νυκτερινές ασκήσεις και σκοπιές (Καλατζής, M., 2017), γεγονός που εμπνέει ανησυχία ως προς το τι θα αντιμετωπίσουν οι γυναίκες αυτές λόγω της ανεπαρκούς πολιτικής, όπως διαγράφεται στη συνέχεια.

Θέματα ένταξης των γυναικών στον στρατό

Το ουσιαστικότερο θέμα σχετικά με την προσπάθεια ένταξης γυναικών σε στρατιωτικές δυνάμεις είναι ότι ο στρατός ως θεσμός έχει αρσενική ποιότητα, από τον οποίο οι γυναίκες έχουν κατά κύριο λόγο αποκλειστεί (Cock, 1989; Winslow, 2010). Επομένως, αποδεχόμενος τις γυναίκες, ο θεσμός χρήζει μετασχηματισμού· μια διαδικασία που έχει παρουσιάσει καίρια προβλήματα:

(1) Η βαθιά διάκριση σε βάρος των γυναικών στον στρατιωτικό χώρο εργασίας (Miller, 1998; Rogan, 1981) είναι ένα ζήτημα που ακόμη ταλαιπωρεί τους στρατούς ανά τον κόσμο, ενώ γίνονται πολλές προσπάθειες από συγκεκριμένους στρατούς για να βρεθούν λύσεις.

(2) Ο φόβος αλλαγής της συμπεριφοράς των ανδρών στρατιωτών σε κατάσταση πολέμου, οι οποίοι λόγω της πατριαρχικής κουλτούρας είναι πιθανό να προτιμήσουν να υπερασπιστούν τις γυναίκες παρά να πολεμήσουν την ώρα της μάχης (Parker, K., 2012), έχει περιπλέξει τη διαδικασία ένταξης. Το άλυτο θέμα της διάκρισης απέναντι στις γυναίκες στον χώρο δεν επέτρεψε να αντιμετωπιστούν αυτοί οι φόβοι. Δε δόθηκε, δηλαδή, εκτεταμέναστις γυναίκες η ευκαιρία να πάρουν μέρος σε μάχες, καθώς τους ανατίθενται συνήθως περιορισμένα καθήκοντα.

(3) Την ανάθεση περιορισμένων καθηκόντων στις γυναίκες που τις καθιστούν στρατιώτες δεύτερης κατηγορίας (Carreiras, 2013). Αυτό το θέμα έχει απασχολήσει εξελιγμένους στρατούς, όπως των Η.Π.Α. και της Μ. Βρετανίας (KamarckK., 2016;PlaniolA., 2016; EllenB., 2014). Ο τότε υπουργός Άμυνας της Αγγλίας, Φίλιπ Χάμμοντ, δήλωσε μόλις το 2014 ότι πρώτη φορά οι γυναίκες στον βρετανικό στρατό θα είναι σε θέση να υπηρετήσουν σε άμεση μάχη. Παρά την πρόθεση να εξισορροπηθεί η κατάσταση μεταξύ των δύο φύλων, ασκήθηκε κριτική στους τρόπους με τους οποίους τέθηκε σε εφαρμογή αυτή η πολιτική (EllenB., 2014) γεγονός που μαρτυρεί πόσο δύσκολη παραμένει μέχρι σήμερα η κατάσταση σε στρατούς που θεωρούνται πρότυπα.

(4) Η σεξουαλική βία σε βάρος των γυναικών από τους άνδρες συναδέλφους τους έχει προκαλέσει αξιοσημείωτο αριθμό βιασμών, αλλά και εσωτερικά προβλήματα στον θεσμό του στρατού. Το αμερικανικό Πεντάγωνο είχε ανακοινώσει από τη δεκαετία του ‘90 ότι το 64% των γυναικών, αλλά μόνο το 17% των ανδρών είχαν βιώσει κάποια μορφή σεξουαλικής παρενόχλησης στη δουλειά, σύμφωνα με έρευνα σε 38.000 στρατιώτες, άνδρες και γυναίκες (Seattletimes, 1990). Η λύση του προβλήματος σε έναν κατεξοχήν πατριαρχικό, ανδρικό θεσμό είναι δύσκολο να βρεθεί. Μάλιστα, μόλις το 2011 το Γραφείο Λογοδοσίας της Κυβέρνησης των ΗΠΑ (U.S. GovernmentAccountabilityOffice), κατόπιν έρευνας, επέκρινε το Υπουργείο Άμυνας ότι μόνο 4 από τα 82 μέλη της υπηρεσίας που δήλωσαν ότι παρενοχλήθηκαν σεξουαλικά το προηγούμενο έτος το ανέφεραν επίσημα, επειδή πιστεύουν ότι η αναφορά τους δε θα τύχει κατάλληλης αντιμετώπισης (Cbsnews, 2011).

Επιπρόσθετα θέματα για τις γυναίκες στην Κυπριακή Εθνική Φρουρά

Δυστυχώς, τα προαναφερθείσα προβλήματα είναι απλώς ενδεικτικά της κατάστασης που επικρατεί στους ανά τον κόσμο στρατούς εξαιτίας της ένταξης των γυναικών στον στρατό. Στην Εθνική Φρουρά, όμως, θα παρουσιαστούν περαιτέρω προβλήματα λόγω του ότι:

Σε μεταπολεμικές συνθήκες, όπως αυτή στην Κύπρο, ο στρατός απαιτείται να παραμείνει ιδιαίτερα έτοιμος επιχειρησιακά ασκώντας μεγαλύτερη πίεση στις εσωτερικές δυναμικές του στρατεύματος με αποτέλεσμα να διογκώνονται τα οποιαδήποτε προβλήματα μπορεί να παρουσιάσουν οι εσωτερικές αλλαγές. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα διεθνώς αναγνωρισμένα ζητήματα που έχουν προκύψει από την ένταξη των γυναικών στον στρατό όχι μόνο πιθανότατα δε θα αντιμετωπιστούν άμεσα, αλλά θα παραμεριστούν ή θα συγκαλυφθούν. Δεδομένης, μάλιστα, της πίεσης που ασκείται στην πολιτική και τη φυσική ηγεσία του στρατού μιας διαιρεμένης χώρας, πρέπει να συνυπολογιστεί και η επιπρόσθετη δυσκολία λειτουργίας για τον θεσμό αλλά και για το υπάρχον ανθρώπινο δυναμικό, με τη εισδοχή ΣΥΟΠ, η οποία τώρα πρόκειται να συμπεριλάβει και τις γυναίκες.

Στο μεταπολεμικό πλαίσιο, η Εθνική Φρουρά αναπτύχθηκε ως ένας ιδιαίτερα ανδρικός και ανδροκρατούμενος στρατός (Efthymiou, 2016, 2014, 2011), γεγονός που εκθέτει πιο έντονα τις νεοεντασσόμενες γυναίκες στους κινδύνους και τα προβλήματα της πατριαρχικής ανδρικής κουλτούρας του στρατού.

Η Εθνική Φρουρά έχει αντιμετωπίσει στο παρελθόν ιδιαιτέρα ανεπαρκώς το θέμα της ένταξης των γυναικών υπαξιωματικών / αξιωματικών στην Εθνική Φρουρά, αναθέτοντάς τους, τελικά, γραμματειακές και διοικητικές θέσεις σε διάφορα γραφεία. Το θέμα, δηλαδή, της διάκρισης φύλου για τις γυναίκες υπαξιωματικούς/ αξιωματικούς στον στρατό ως χώρο εργασίας δεν έχει αντιμετωπιστεί ούτε καν συζητηθεί σοβαρά, ενώ σε αυτό το σύστημα θα ενταχθούν και οι γυναίκες στρατιώτες.

Η Εθνική Φρουρά έχει υποστεί σημαντική φθορά τα τελευταία χρόνια. Κατ’ επέκταση, η καθεαυτήν απαιτητική διαδικασία ένταξης γυναικών στον στρατό θα λάβει χώρα σε έναν θεσμό ο οποίος διαβρώνεται.

Η πολιτική της μείωσης της θητείας / πρόσληψης επαγγελματιών έγινε με ιδιαίτερο αντιεπαγγελματισμό (Αριστοτέλους, A. 2016; 2016a; 2016b; Efthymiou 2017) επιφέροντας εκτενέστερη διάβρωση των εσωτερικών δομών. Η πολιτική αυτή τώρα περιλαμβάνει και την πρόσληψη γυναικών εγείροντας προβληματισμούς αναφορικά με το πώς θα αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που θα παρουσιαστούν.

Συμπεράσματα

Η ισχύουσα πολιτική εισδοχής γυναικών Συμβασιούχων Οπλιτών αποσκοπεί στο να συγκαλύψει την προχειρότητα με την οποία προσλήφθηκαν οι άντρες πέρσι, χωρίς καν να έχει γίνει σοβαρή προσπάθεια πρώτα να:

-βελτιωθεί η αδύναμη πολιτική με την οποία προσλήφθηκαν οι ΣΥΟΠ.
-βελτιωθεί η κατάσταση με τις γυναίκες υπαξιωματικούς / αξιωματικούς.
-ληφθούν υπόψιν τα σοβαρά προβλήματα ένταξης γυναικών στρατιωτών σε στρατούς του εξωτερικού.

Εν κατακλείδι, η χρησιμοποίηση των γυναικών ως πολιτών δεύτερης κατηγορίας αποβλέπει στην κάλυψη της πρόχειρης ατυχούς πολιτικής με την οποία προσλήφθηκαν οι επαγγελματίες στρατιώτες πέρσι. Στην ισχύουσα διαδικασία δεν υπολογίζεται ότι η πρόσληψη γυναικών στρατιωτών αποτελεί δύσκολο και ευαίσθητο θέμα με ιδιαίτερες δυναμικές, οι οποίες, εφόσον έχουν παραγνωριστεί, θα οδηγήσουν σε περαιτέρω καθίζηση της Εθνικής Φρουράς. Θα φέρουν πιθανότατα αντιμέτωπες με ανεπαρκείς συνθήκες, αλλά και δυσάρεστες ή και επικίνδυνες καταστάσεις και τις ίδιες τις γυναίκες, οι οποίες ανενδοίαστα θα ριχτούν στις 4 Οκτωβρίου σε νυκτερινές ασκήσεις και σκοπιές.

 

*Ο Στρατής Ανδρέας Ευθυμίου (BAhons., MSc., PhD., AFHEA) είναι κοινωνιολόγος με ειδίκευση στον εθνικισμό, τον μιλιταρισμό, την αρρενωπότητα και την ταυτότητα σε μετα-συγκρουσιακές κοινωνίες. Έχει συμβουλεύσει αρκετές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών της Κύπρου και της Βόρειας Ιρλανδίας, για σχετικά θέματα. Ο Δρ. Ευθυμίου ήταν επίσης αξιολογητής χωρών για το πρόγραμμα Άμυνας και Ασφάλειας της Διεθνούς Διαφάνειας. Ήταν επισκεπτης ερευνητής στο Αμυντικό Ερευνητικό Κέντρο, του Πανεπιστήμιου της Λιουμπλιάνα στη Σλοβενία και του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης της Δανίας. Μεταξύ άλλων, είναι μέλος του Κέντρου Έρευνας Συγκρούσεων και Ασφάλειας του Πανεπιστήμιου του Sussex. Σήμερα διδάσκει στο ZurichBusinessSchool στην Ελβετία. Συγγράφει με τον PalgraveMacmillan ένα βιβλίο για τον «Εθνικισμό, τον Μιλιταρισμό και την Αρρενωπότητα στην Κύπρο». Η πιο πρόσφατη θέση πολιτικής που ανέλαβε ήταν του διεθνούς συμβούλου στο SecurityDialogueproject με άμεσο αντίκτυπο στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις του ΟΗΕ για την Κύπρο στη Γενεύη τον Ιανουάριο του 2017.

Κάντε Like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθείστε μας στο Twitter

Write on Πέμπτη, 07 Σεπτεμβρίου 2017 Κατηγορία ΕΘΝΙΚΗ ΦΡΟΥΡΑ

Του δρα Άριστου Αριστοτέλους - Πρώην Βουλευτή, ειδικού σε θέματα Άμυνας και Στρατηγικής

Είναι κατανοητό οι κυβερνήσεις να προβάλλουντο έργο και τα επιτεύγματα τους, και μακάρι ηθετική εικόνα που περιέγραψε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας για την άμυνα και την Εθνική Φρουρά (ΕΦ) κατά την πρόσφατη επίσκεψη του στο ΓΕΕΦ, να αντανακλούσε την πραγματικότητα. Αποτελούν όμως ευσεβοποθισμό για ένα υποβαθμισμένο αλλά κρίσιμο τομέα που διαχρονικά απαιτούσε σοβαρούς και όχι ευκαιριακούς χειρισμούς για αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής του.

Είναι αλήθεια ότι στο πολιτικά δημοφιλές θέμα της μείωσης της στρατιωτικής θητείας οπρόεδρος επέδειξε, όπως ανάφερε, «αποφασιστικότητα». Αυτό προφανώς πιστώνεται πολιτικά στη διακυβέρνηση του. Το πρόβλημα όμως είναι με ποιο τίμημα γίνεται αυτό για την άμυνα και για τον τόπο; Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας με το νυν υπουργό Άμυνας, πολιτικά σκεπτόμενοι, αποφάσισαν εν μία νυκτί άμεση και όχι κλιμακωτή εφαρμογή της δεκατετράμηνης θητείας και πρόσληψη Συμβασιούχων Οπλιτών (Σ.Ο.). Αυτά ωστόσο εν αγνοία του Αρχηγού και της στρατιωτικής ηγεσίας οι οποίοι προειδοποιούσαν εγγράφως για τις σοβαρές συνέπειες και τα κενά που θα δημιουργηθούν στη λειτουργία, αποτελεσματικότητα και μαχητική ικανότητα της Ε.Φ., ενώ αμετάβλητη παρέμενε η τουρκική στρατιωτική απειλή. Συνεπώς η «αποφασιστικότητα» με την οποία λήφθηκε η απόφαση αυτή δεν πρέπει να προσμετρείται με το πολιτικό ή κομματικό όφελος ενόψει επερχόμενων τότε και σήμερα εκλογών αλλά με το κόστος και τις συνέπειες επί της εθνικής άμυνας και ασφαλείας που είναι πολύ μεγάλες.

Υπό διαφορετικές συνθήκες θα μπορούσε όντως να ήταν σωστή η διατύπωση του προέδρου ότι «αναβαθμίζουμε την επιχειρησιακή ικανότητα του στρατού μας με προσλήψεις επαγγελματιών». Ωστόσο η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Πρώτο οι αριθμοί των προσληφθέντων επαγγελματιών δεν είναι αρκετοί για να συμπληρώσουν το κενό σε ανθρώπινοι δυναμικό που δημιουργείται ένεκα της άμεσης και δραστικής μείωσης της θητείας κατά δέκα μήνες – χωρίς τεχνολογικά και εξοπλιστικά αντισταθμίσματα – καθώς και του μειωμένου ρυθμού γεννητικότητας και του γεγονότος ότι αρκετοί Σ.Ο. εγκαταλείπουν τη δύναμη ανακαλύπτοντας πως οι συμπεριφορές και τα δεδομένα απασχόλησης δεν είναι αυτά που ανάμενα ή τους είχαν υποσχεθεί. Δεύτερο, ένας επαγγελματίας στρατιώτης θα μπορούσε πράγματι να αποδώσει καλύτερα από ένα κληρωτό σε ορισμένους τομείς μετά από κάποιο χρονικό διάστημα υπηρεσίας – όχι βέβαια σπαταλώντας τη προσφορά του π.χ. σε σκοπιές, αγκαρίες και μαγειρεία. Και αυτό με την προϋπόθεση ότι θα γινόταν «επιστημονικά» σωστή πρόσληψη, στελέχωση και διάθεση των απαραίτητων εφοδίων, όπως και επαρκής χρόνος για εκπαίδευση – πράγματα που δύσκολα μπορούν να βρεθούν στην ελλιπώς εξοπλισμένη, ανεπαρκώς οργανωμένη και επικίνδυνα υποστελεχομένη Ε.Φ.Τρίτο με τις επικρατούσες συνθήκες η Ε.Φ. για να φτάσει στα αριθμητικά επίπεδα παλαιότερων εποχών χρειάζεται όχι 3.000 Σ.Ο. αλλά προσλήψεις πέραν των 6.000 και ακόμη άλλους τόσους για να γίνει υποφερτή η σύγκριση με τις 43.000 των κατοχικών δυνάμεων.

Κι ενώ η κατάσταση στην Ε.Φ. έχει ως αναφέρεται πιο πάνω, η οικονομική κρίση αλλά και οι προτεραιότητες της κυβερνητικής πολιτικής έχουν υποβαθμίσει τον τομέα της άμυνας σε άνευ προηγούμενου επίπεδα – από τα μέσα της δεκαετίας του ’80: Οι αμυντικές δαπάνες ως ποσοστό επί του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) είναι σήμερα από τις χαμηλότερες που υπήρξαν ποτέ. Απορροφούνγύρω στο 1,6% του ΑΕΠσε σύγκριση με 7,4% το 1992/93, 4,1% το 2000 και 2% το 2010 αλλά ούτε και υλοποιούνται. Καμία αξιόλογη αγορά οπλισμού δεν έχει πραγματοποιηθεί. Μάλλον μειώσεις σε άρματα μάχης και σε κάποια πυροβόλα έχουν σημειωθεί. Μετ’ εμποδίων αντιμετωπίζονται ζητήματα συντήρησης υφιστάμενων οπλικών συστημάτων ή και εξασφάλισης ανταλλακτικών. Πολεμικό υλικό περιέρχεται σε αχρηστία ένεκα φυσιολογικής φθοράς, τα δε υπάρχοντα αποθεματικά ουδόλως δύνανται να κριθούν ως ικανοποιητικά. Αναπόφευκτα τα στοιχεία αυτά επηρεάζουν τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά τον αμυντικό τομέα. Επιδρούν αρνητικά στον ήδη δυσμενέστατο συσχετισμό δυνάμεων με τα κατοχικά στρατεύματα της Τουρκίας και πλήττουν σημαντικούς πυλώνες του δόγματος και της κύριας αποστολής της Ε.Φ. και ασφαλώς την οποιασδήποτε «αποτρεπτική ικανότητα» και «διαπραγματευτικήισχύ»της Κυπριακή Δημοκρατίας.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω δεδομένων τίθεται το εξής ερώτημα: Πώς έχει διαμορφώσει αυτήν την ωραιοποιημένη και μη ρεαλιστική εικόνα για την άμυνα και την Ε.Φ.ο πρόεδρος της Δημοκρατίας; Από πού προκύπτειο «εκσυγχρονισμός»της άμυνας όπου «βιώνουμε», λέει, τον «ποιοτικό μετασχηματισμό» και «αναβάθμιση της επιχειρησιακής ικανότητας του στρατού μας»; Από πουβλέπει ότι επιτυγχάνεται «αποτρεπτική δύναμη που μας δίνει ισχύ στις διαπραγματεύσεις», «διασφαλίζοντας» μάλιστα «τις νέες ανάγκες της ενεργειακής ασφάλειας που απαιτεί μια κυρίαρχη χώρα»; Δυστυχώς, με την πλήρη και αδιαμφισβήτητη τουρκική αεροπορική και ναυτική υπεροχή στην περιοχή, με παντελώς ανύπαρκτες αντίστοιχες κυπριακές στρατιωτικές δυνάμεις και υποβαθμισμένο το υπόλοιπο δυναμικό, με την Ελλάδα - για την οποία καμία αναφορά δεν γίνεται στις δηλώσεις - να αδυνατεί ένεκα απόστασης και μέσων να βοηθήσει, ο στόχος αυτός είναι εξωπραγματικός. Οι διακηρύξεις λοιπόν και επισημάνσεις του προέδρου για την άμυνα και την ΕΦ απέχουν από την πραγματικότητα και αποτελούν μάλλον ευσεβοποθισμό. Η άμυνα για να αναβαθμιστεί χρειάζεται πόρους και ασφαλώς συνεπή, μακροπρόθεσμο και σοβαρό προγραμματισμό και όχι ευκαιριακούς χειρισμούς για την προσκόμιση πολιτικών οφελών από τους εκάστοτε κρατούντες.

Κάντε Like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθήστε μας στο twitter

Write on Τρίτη, 22 Αυγούστου 2017 Κατηγορία ΕΘΝΙΚΗ ΦΡΟΥΡΑ

Του Ανδρέα Πενταρά Αντιστράτηγου ε.α.

O κυπριακός στρατός, αν και ως νομική οντότητα υφίσταται μέχρι σήμερα για λόγους προϋπολογισμού, στην πράξη διαλύθηκε στις αρχές του 1964, όταν οι Τ/κ μετά την εκδήλωση της Τουρκανταρσίας αποχώρησαν από τη Δημόσια Υπηρεσία, τον Στρατό και την Αστυνομία.

Όπως είναι γνωστό, στο σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας προβλέπεται η ύπαρξη του κυπριακού στρατού δυνάμεως 2000 ανδρών (μόνιμου προσωπικού), εκ των οποίων το 60% Ε/κ και το 40% Τ/κ. Προβλέπεται επίσης και η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, κατόπιν απόφασης του Προέδρου και Αντιπροέδρου.

O κυπριακός στρατός, αν και ως νομική οντότητα υφίσταται μέχρι σήμερα για λόγους προϋπολογισμού, στην πράξη διαλύθηκε στις αρχές του 1964, όταν οι Τ/κ μετά την εκδήλωση της Τουρκανταρσίας, αποχώρησαν από τη Δημόσια Υπηρεσία, τον Στρατό και την Αστυνομία. Για την αντιμετώπιση της απειλής της προερχόμενης τόσον από τους Τ/κ όσο κυρίως από τη Τουρκία, η Κυπριακή Δημοκρατία προχώρησε στη θέσπιση νόμου στη βάση του δικαίου της ανάγκης, με τον οποίο ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1964 η Εθνική Φρουρά.

Ένα από τα βασικότερα λάθη
Αξιολογώντας τα γεγονότα που ακολούθησαν από το 1964 μέχρι και τις διαπραγματεύσεις του Κραν Μοντανά, θεωρούμε τη κατάργηση του Κυπριακού Στρατού ως ένα από τα βασικότερα λάθη στη διαχείριση του κυπριακού προβλήματος. Δεν υπήρχε, κατά την άποψή μας, κανένας απολύτως λόγος, η τότε κυβέρνηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου να προβεί σε μια τέτοια ενέργεια. Οι Τ/κ αποχώρησαν απ’ όλες τις υπηρεσίες του Δημοσίου, καθώς και από τον Στρατό και την Αστυνομία. Η μόνη υπηρεσία που καταργήθηκε ήταν ο Κυπριακός Στρατός. Γιατί άραγε; Μετά την αποχώρηση των Τ/κ, θα μπορούσε ο Κυπριακός Στρατός να παραμείνει με το Ε/κ προσωπικό και στη συνέχεια το κράτος να θεσπίσει για τον Κυπριακό Στρατό, όλους τους νόμους και κανονισμούς που θέσπισε για την Ε.Φ., συμπεριλαμβανομένης και της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας.

Καταλυτικές επιπτώσεις
Οι επιπτώσεις στη συνολική διαχείριση του κυπριακού προβλήματος τόσο σε επιχειρησιακό όσο και σε πολιτικό επίπεδο από την κατάργηση του Κυπριακού Στρατού και την κατ’ ανάγκην ίδρυση της Ε.Φ., υπήρξαν καταλυτικές.

Σε επιχειρησιακό επίπεδο, η Ε.Φ. δεν ήταν ένας στρατός που προβλεπόταν από το σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εκ του γεγονότος αυτού, εξυπακούετο ότι η Ε.Φ. θα υπήρχε όσο το κυπριακό πρόβλημα παρέμενε άλυτο. Με τη λύση του Κυπριακού θα καταργείτο και η Ε.Φ., κάτι βέβαια που ισχύει μέχρι σήμερα. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την προσδοκία που διαπότιζε διαχρονικά το πολιτικό σύστημα για επίλυση του Κυπριακού σε σύντομο χρονικό διάστημα, ήταν ο κύριος λόγος που η Εθνική Φρουρά δεν οργανώθηκε και δεν εξοπλίστηκε σωστά.

Ας μην ξεχνάμε ότι από την ίδρυση της Ε.Φ. μέχρι και το 1974 το κράτος δεν ξόδεψε ούτε μια λίρα για εξοπλισμούς της Ε.Φ., με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσει την εισβολή με όπλα του Α΄και Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και επίσης δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι 4 περίπου δισεκατομμύρια ευρώ του ταμείου αμυντικής θωράκισης δεν διατέθηκαν για το σκοπό που εισπράχθηκαν.

Σε πολιτικό επίπεδο, η διάλυση του κυπριακού στρατού το 1964, και η επικείμενη κατάργηση της Ε.Φ. με την εξεύρεση λύσης, εξυπηρετεί πλήρως τους σχεδιασμούς της Τουρκίας αναφορικά με τη Κύπρο, όπως αυτοί καθορίσθηκαν από τη δεκαετία του ’50 και αποσκοπούσαν στην ασφάλεια της Τουρκίας μέσω του στρατηγικού ελέγχου ολόκληρης της Κύπρου. Η ανυπαρξία Ενόπλων Δυνάμεων από το κράτος που θα διαμορφωθεί με τη λύση, δημιουργεί κενό ασφάλειας στην περιοχή, το οποίο επιδιώκει να καλύψει η Τουρκία μέσω των εγγυήσεων, των επεμβατικών δικαιωμάτων και της παρουσίας τουρκικών στρατευμάτων στο νησί.

Αντίθετα, η διατήρηση από την ομόσπονδη Κύπρο δικών της Ενόπλων Δυνάμεων, δηλ. του προβλεπόμενου από το Σύνταγμα κυπριακού στρατού, ανατρέπει πλήρως τους πιο πάνω σχεδιασμούς της Τουρκίας, διότι τα επιχειρήματα που προβάλλει η τελευταία για ασφάλεια όχι μόνο των Τ/κ αλλά και ολόκληρης της Κύπρου, παραμένουν αίολα.

Αλλαγή στη νομοθεσία
Στο παρόν διάστημα περισυλλογής που μεσολαβεί μέχρι την ανάληψη νέας πρωτοβουλίας επανέναρξης των συνομιλιών, η πλευρά μας μπορεί να αλλάξει την ατζέντα στο κεφάλαιο της ασφάλειας, με την επανασύσταση του Κυπριακού Στρατού. Έχοντας υπόψη το δεδομένο ότι ο κυπριακός στρατός εξακολουθεί να υφίσταται ως νομική οντότητα, η επανασύσταση μπορεί να γίνει άμεσα, με την ψήφιση ενός νόμου ο οποίος να καταργεί τον αντίστοιχο νόμο ίδρυσης της Ε.Φ. και με μια διοικητική πράξη του Υπουργού Άμυνας με την οποία να τερματίζεται η απόσπαση του στρατιωτικού προσωπικού από το Κυπριακό Στρατό στην Ε.Φ.

Ουσιαστικά, θα αλλάξει ονομασία η Ε.Φ. και θα ονομάζεται πλέον Κυπριακός Στρατός. Με τη διαφορά ότι θα πρόκειται για ένα θεσμό που προβλέπεται από τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, δεν θα αμφισβητείται από κανένα πλέον και στις διαπραγματεύσεις δεν θα συζητείται η κατάργησή του αλλά η αναδιοργάνωσή του με ένταξη σ’ αυτόν και των Τ/κ.

Ο νέος Κυπριακός Στρατός θα έχει ως κύρια αποστολή την εσωτερική ασφάλεια και την εκπλήρωση των διεθνών υποχρεώσεων της Κύπρου. (Αντιμετώπιση ασύμμετρων απειλών, προστασία ΑΟΖ, προστασία FIR, έρευνα – διάσωση, συμμετοχή στη ΚΕΠΠΑ, συμμετοχή σε ειρηνευτικές αποστολές κ.λπ). Αναφορικά με τις εξωτερικές απειλές, η ομόσπονδη πλέον Κύπρος, θα πρέπει να αποφασίσει η ίδια αν επιθυμεί ή όχι να ενταχθεί σε ένα περιφερειακό σύστημα ασφάλειας, είτε σε κάποιο που ήδη υπάρχει (π.χ. ΝΑΤΟ), είτε σε κάποιο που θα δημιουργηθεί επί τούτου στη περιοχή μας.

Η ύπαρξη του Κυπριακού Στρατού είναι άλλωστε και η μόνη σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο διαδικασία ασφάλειας του κυπριακού κράτους. Τόσον ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ στο άρθρο 51 όσο και η Συνθήκη της Λισσαβώνας στο άρθρο 4, καθορίζουν σαφώς ότι την ευθύνη ασφάλειας των κρατών την έχουν τα ίδια τα κράτη, τα οποία οφείλουν όχι απλά να διατηρούν αλλά και να ενισχύουν τις ένοπλές τους δυνάμεις. Έχουμε τονίσει και σε άλλη αρθρογραφία ότι κανένας διεθνής ή άλλος οργανισμός νομιμοποιείται, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, να αναλάβει την ευθύνη ασφάλειας οποιουδήποτε κράτους. - ΠΗΓΗ

Κάντε Like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθείστε μας στο Twitter