Η Ομάδα Αναβίωσης ΕΣ 1940, με σημερινή της δημοσίευση τιμά τον επικό αγώνα των Ελλήνων μαχητών στο Ύψωμα 731, με αφορμή την σημερινή επέτειο από την έναρξη μιας εκ των πλέον φονικών μαχών του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Με ανάρτησή της στο Facebook, η WW2 Greek Army 1940 Reenacting Team-Ομάδα Αναβίωσης ΕΣ 1940 αναφέρει τα εξής:
9 Μαρτίου 1941…
«Ξυπνήσαμε κι είμαστε όλοι μας σα να βγαίναμε από κακό όνειρο. Ανακαθίσαμε ξαφνιασμένοι.
– Τι είναι;
Είχε πάρει να φέγγει. Βγάλαμε τα κεφάλια μας από τ’ αντίσκηνο.
– Το ύψωμα 731 καίγεται!…
Είχαμε τέσσερους μήνες πόλεμο και τέτοιο κακό δεν το είχαμε ματαϊδεί. Δέσαμε τις γκέτες μας γρήγορα.
Σε λίγο είχαμε όλοι μας ειδοποιηθεί. Από στιγμή σε στιγμή μπορεί να χρειαστεί να ενισχύσουμε το ύψωμα.
Πιάσαμε τα φρύδια του λόφου και κοιτάζαμε με σφιγμένη καρδιά. Το ύψωμα 731 ήτανε τυλιγμένο στον καπνό και στη σκόνη.
Δε φαινότανε ούτε μια πέτρα. Το εχθρικό πυροβολικό το ’χε σκεπάσει με μια βροχή από οβίδες από πάνω ως κάτω.
– Πώς είναι δυνατό να υπάρχουνε εκεί πάνω άνθρωποι; ακούσαμε να λέει ένας αξιωματικός βηματίζοντας ανήσυχα.
– Πάει ο λόχος του Λούη… είπε κάποιος.
Όλοι μας λέγαμε για το λόχο του Λούη και θα νόμιζε κανείς, το λιγότερο, πως ο Λούης ήτανε διοικητής λόχου.
Ενώ δεν ήτανε ο Λούης παρά ένας απλός στρατιώτης, ένας απλοϊκός ανθρωπάκος από την Αθήνα, που, όταν ήτανε πολίτης, πουλούσε κάρβουνα μ’ ένα καροτσάκι στις γειτονιές. Ήτανε όμως ένας περίεργος άνθρωπος. Ένας ξένοιαστος άνθρωπος, μ’ ένα γέλιο που ακούστηκε σ’ όλα τα ξεροχώραφα και σ’ όλες τις πέτρες της Αλβανίας που έτυχε να περάσουμε.
Πάνω απ’ το σύνταγμα φτερούγιζε πάντοτε σα σημαία το τραγούδι του Λούη. Η φωνή του ήτανε δυνατή, πιο δυνατή κι από τη σάλπιγγα.
Σηκωνότανε όρθιος στην ώρα της μάχης και χόρευε.
Την προηγούμενη μέρα έφυγε με το λόχο του για το ύψωμα 731. Την άλλη ξέσπασε η μεγάλη ιταλική επίθεση. Κοιτούσαμε το ύψωμα και λέγαμε πως οι πέτρες θα ’χουνε γίνει ασβέστης. Όσο για τους ανθρώπους… ο θεός να βάλει το χέρι του.
– Δε θα ξαναϊδούμε κανέναν πια από το δέκατο λόχο…
Ο συνταγματάρχης προσπαθούσε να επικοινωνήσει με το ύψωμα. Τα καλώδια είχανε όλα κοπεί από το βομβαρδισμό του πυροβολικού.
Παρ’ όλη την αποφασιστικότητα η αγωνία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Τα συνεργεία των τηλεφωνητών έφευγαν το ένα μετά το άλλο.
Ένας οπτικός που μας απάντησε από το ύψωμα, σώπασε κι αυτός μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Ο βομβαρδισμός του πυροβολικού συνεχίζονταν. Κανείς δε μιλούσε για το τι θα γίνει. Κι ο τελευταίος στρατιώτης όμως ήξερες πως, αν έσπαζε η γραμμή του 731, το βράδυ θα μας εύρισκε ίσως πίσω κι από την Κλεισούρα.
– Το μέτωπο κινδυνεύει!…
Ο συνταγματάρχης προσπαθούσε να συνεννοηθεί με συνδέσμους. Το πυροβολικό άρχισε να βάζει τώρα παντού, για να εμποδίσει κάθε ενίσχυση. Δε μπορούσαμε να σταθούμε στα πόδια μας. Μέχρις δέκα χιλιόμετρα πίσω μας η γης καίγονταν. Κάθε στιγμή που περνούσε τα πράγματα γινόντουσαν και πιο σοβαρά. Μ’ όλη την ομίχλη, σχηματισμοί από αεροπλάνα φτάνανε να βοηθήσουνε το πυροβολικό.
Σ’ απόσταση δέκα μέτρων δεν άκουγες τίποτα.
– Ο εχθρός εισεχώρησε στη χαράδρα προσπαθώντας να υπερφαλαγγίσει το ύψωμα 731, τέσσερα πυροβόλα της πεδινής πυροβολαρχίας μας γαβγίζουν σα γεννημένη σκύλα, ρίχνοντας χωρίς ούτε ενός δευτερολέπτου διακοπή στη χαράδρα. Έχουν ανάψει να ρίχνουν συνεχώς από τα χαράματα. Κοιτάζαμε τους πυροβολητές όρθιους μες στις οβίδες του εχθρικού πυροβολικού. Ένας να πέφτει και άλλος να παίρνει τη θέση του. Τα μάτια μας γιομίζουνε δάκρυα. «Ποτέ μου δεν είδα τέτοιο πράμα», λέει ο συνταγματάρχης. «Ούτε είδα ούτε και μπορούσα να το φανταστώ. Αν μου ’λεγαν πως έχω τέτοιους στρατιώτες δε θα το πίστευα. Και δε θα το πίστευα γιατί δε φανταζόμουνα ποτέ πως μπορεί να υπάρχουν στον κόσμο τέτοιοι στρατιώτες.»
Είναι περασμένο το μεσημέρι. Το πυροβολικό έχει αραιώσει κάπως τις βολές του, επιτέλους. Μόνο απάνω στο 731 εξακολουθεί να τσακίζει τα δέντρα. Τα πολυβόλα δίνουν και παίρνουν. Τώρα έχουμε περισσότερες ελπίδες. Κάτω στο δρόμο βλέπομε να κατεβαίνουν τα πρώτα φορεία.
Τρέχομε.
– Βαστάμε καλά, μας λένε οι πρώτοι στρατιώτες που περπατάνε ανάμεσα σε μια σειρά από γέρους και γυναικόπαιδα που τα οδηγούν προς τα πίσω, γιατί φοβόνται μήπως κάνουν κατασκοπεία. Είναι μια θλιβερή πορεία από Αλβανούς, μια πορεία τόσο συνηθισμένη σ’ όλους τους πολέμους. Είναι όλοι τους φορτωμένοι μ’ ό,τι μπόρεσε να πάρει ο καθένας τους. Και πίσω τους μικρά παιδιά που περπατάνε ξυπόλητα στο κρύο……
Νύχτωσε. Ψαχουλεύοντας το σκοτάδι έχουμε πάρει τη χαράδρα σε μια φάλαγγα κατά άντρα। Οι οβίδες του πυροβολικού φωτίζουν τον ορίζοντα .
Τραβάμε για το 731.»
(Του Νικηφορου Βρεττάκου)
Κάντε Like στη σελίδα μας στο facebook – ακολουθείστε μας στο X στο linkedin και στο Youtube