Επιμέλεια: Γιώργος Λαμπράκης
Το defenceline.gr συνεχίζει τα δημοσιεύματα και τις ιστορικές αναφορές που σαν στόχο έχουν να φωτίσουν τα γεγονότα της Μάχης της Κρήτης, με την οποία έληξε ουσιαστικά η κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς, τον Μάιο του 1941.
Στην Κρήτη, στο νησί των Γενναίων έμελλε να γραφτούν οι τελευταίες χρυσές σελίδες στο βιβλίο της ιστορίας μας για την πρώτη φάση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ένα κεφάλαιο που ξεκίνησε να γράφεται το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου με την απρόκλητη επίθεση των Ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων εναντίον της Ελλάδας στην ελληνοαλβανικό μεθόριο. Την επομένη της Μάχης της Κρήτης, ξεκίνησε το κεφάλαιο της Κατοχής και της Αντίστασης…
Το πρώτο μέρος του αφιερώματος παρουσιάζει τα γεγονότα πριν από την έναρξη της Γερμανικής επίθεσης στο νησί και την ενίσχυση της άμυνας της Κρήτης με στρατεύματα της Κοινοπολιτείας αλλά και Ελληνικών τμημάτων.
Τα σχέδια των Γερμανών
Δέκα έξι ημέρες μετά την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου ( στις 12 Νοεμβρίου 1940) ο Χίτλερ σε οδηγίες επιχειρήσεων εκδηλώνει τις προθέσεις του για την κατάληψη της Ελλάδας, για να καταστή δυνατή ή χρησιμοποίησις των Γερμανικών εναέριων δυνάμεων εναντίον στόχων στην Ανατολική Μεσόγειο και για να διασφάλιση το νότιο πλευρό κατά τις μελλοντικές στη Ρωσία επιχειρήσεις του.
Στις 13 Δεκεμβρίου 1940, εκδίδεται ή ύπ’ άριθ. 20ή διαταγή γενικών κατευθύνσεων, διά της όποιας καθορίζετε ή αποστολή της αεροπορίας καθ’ όλες τις φάσεις της επιθέσεως κατά της Ελλάδος και, έφ’ όσον καθίστατε δυνατόν, έπρεπε να καταληφθούν Βρετανικά στηρίγματα επί των Ελληνικών νήσων για απόβαση από αέρος.
Κατά την εξέλιξη της Γερμανικής Επιθέσεως εναντίον τής Ελλάδος και εν όψει των ανωτέρω προθέσεων του Χίτλερ, ο Πτέραρχος Λώρ (Loehr), Διοικητής του 4ου Γερμανικού Αεροπορικού Στόλου, στον όποιον είχαν ανατεθεί οι αεροπορικές επιχειρήσεις στην Ν.Α. Ευρώπη, υπέβαλε στον Στρατάρχη Γκαίριγκ (την 15ην Απριλίου 1941) σχέδιο περί καταλήψεως της Κρήτης, το όποιο είχε εκπονηθεί από τον Αντιπτέραρχο Στούντεντ (Student) Διοικητού του XI Αεροπορικού Σώματος.
Την ίδια ημέρα, ή Ανωτάτη Διοίκησις του Στρατού υπέβαλε σχέδιο περί καταλήψεως τής Μάλτας. Την 20ή Απριλίου 1941 ο Χίτλερ, επειδή οι διατιθέμενες δυνάμεις δεν επαρκούσαν για την εφαρμογή και των δύο σχεδίων (κατάληψις Μάλτας και Κρήτης), σε σύσκεψη στην οποία συμμετείχε και ο Στούντεντ, απεφάσισε να προηγηθεί η επιχείρηση προς την κατάληψη της Κρήτης.
Ο Βασιλιάς και η κυβέρνηση στην Κρήτη
Όταν πλέον δεν υπήρχε καμιά ελπίδα να συνεχισθεί ο τακτικός ένοπλος αγώνας στην Ηπειρωτική Ελλάδα, τότε ο Βασιλεύς των Ελλήνων Γεώργιος Β’ και ή κυβέρνηση Τσουδερού αποφάσισαν την συνέχισή του, όπου ήταν δυνατόν να διεξαχθεί αυτός, σύμφωνα προς την γενική γραμμή τής Εθνικής και εντίμου πολιτικής, την οποία η Ελλάδα ακολούθησε έναντι των φίλων και συμμάχων της και έναντι του εαυτού της. Γι’ αυτό, ο Βασιλεύς με τον πρίγκιπα Πέτρο, ο Πρωθυπουργός ‘Εμμ. Τσουδερός και μερικά μέλη της Κυβέρνησης, επιβαίνοντες σε Βρετανικό υδροπλάνο, αφίχθησαν την 23η Απριλίου στην Κρήτη.
Η προσθαλάσσωση του υδροπλάνου έγινε στον κόλπον της Σούδας, ο όποιος μόλις προ ολίγου τον είχαν βομβαρδίσει. Την Ιδίαν ημέρα με διάγγελμα προς τον Ελληνικό Λαό και προς τον κόσμο ολόκληρο, ο Βασιλεύς «δήλωνε την απόφαση του έθνους, όπως συνέχιση τον αγώνα μέχρι τής τελικής νίκης». Μετά τον Βασιλιά άφίχθη στην Κρήτη και ο στην Ελλάδα πρεσβευτής τής Μ. Βρετανίας.
Ο Βασιλεύς και ή Κυβέρνηση από τις πρώτες ώρες της άφίξεώς των άρχισαν την προσπάθεια για να επιτύχουν τον εξοπλισμό των κατοίκων και του στην Κρήτη Ελληνικού Στρατού, καθώς και την ισχυροποίηση των στην Κρήτη Βρετανικών δυνάμεων, και μάλιστα στην αεροπορία. Προέβησαν προς τούτο σε έντονες ενέργειες, τόσον προς τις εν Κρήτη Βρετανικές Στρατιωτικές Αρχές, όσον και προς την Βρετανική Κυβέρνηση μέσω του εν Κρήτη Βρετανού πρεσβευτού.
Η κατάσταση στην Κρήτη
Με την είσοδο στον πόλεμον τής “Ελλάδος, οι Βρετανοί αναλαμβάνουν την ευθύνη ασφαλείας της Κρήτης μετά από συμφωνία με την Ελληνική Κυβέρνηση και η εδρεύουσα στην Κρήτη Μεραρχία μεταφέρεται στην Ήπειρο, για τις ανάγκες του υπ’ όψιν μετώπου. Oι Βρετανοί αρχικώς προέβησαν στην οργάνωση βάσης καυσίμων στον κόλπο της Σούδας και απέστειλαν διαδοχικά για την ασφάλεια του νησιού ελάχιστες δυνάμεις, δεδομένης της κυριαρχίας του Βρετανικού στόλου στην Μεσόγειο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο αφίχθησαν διαδοχικά μέχρι τέλους Μαρτίου 1941, το Επιτελείο τής 14ης Βρετανικής Ταξιαρχίας, το 2ον τάγμα της Υόρκης και Λάγκαστερ, το 2ον τάγμα τής Μαύρης Φρουράς, το 1ον τάγμα των Ουαλλών, μία Μονάδα Καταδρομών μικράς δυνάμεως για την διενέργειαν εγχειρημάτων, κατά της Δωδεκανήσου. Η 14η Β.Τ. είχε ως αποστολή να προάσπιση την ναυτική βάση ανεφοδιασμού στον κόλπον της Σούδας και σε συνεργασία μετά των Ελληνικών δυνάμεων να εμποδίσει και να απόκρουση κάθε απόπειρα εισβολής του εχθρού στο νησί.
Από της 1ης Μαρτίου 1941 ή κατά τής Ελλάδος Γερμανική Επίθεση αναμένετο από ημέρα σε ημέρα, μετά την είσοδο στη Βουλγαρία των εις Ρουμανία σταθμευόντων Γερμανικών στρατευμάτων. Ταυτοχρόνως, τα Βουλγαρικά αεροδρόμια καταλαμβάνονταν από τις Γερμανικές Αεροπορικές Μονάδες. Ή νέα αυτή απειλή οδήγησε το Βρετανικό Στρατηγείο στην απόφαση, ότι ή Κρήτη έπρεπε να παύση να θεωρείται ως μία απλή βάση εφοδιασμού ες καύσιμα και ότι έπρεπε να οργανωθεί ως μία βάση Ναυτική και Αεροπορική, η δε σχετική απόφαση ελήφθη την 1ην Απριλίου του 1941.
Την 29η Μαρτίου απεστάλη στο νησί ο Διοικητής τής MNBDO (MOBIL NAVAL BASE DEFENSE ORGANISATION – Οργανισμός Κινητής Αμύνης Ναυτικών Βάσεων) Υποστράτηγος Ουέστον, με εντολή να μελετήσει το όλο θέμα της άμυνας του νησιού. Την 15ην Απριλίου 1941 υπέβαλε έκθεση κατά την οποία ή Σούδα και το Ηράκλειο εθεωρούντο περιοχές ζωτικής σημασίας και προτείνει την σοβαρά ενίσχυση σε δυνάμεις και μέσα. Προς τις προτάσεις του ανωτέρω υποστρατήγου συμφώνησε το Γενικό Στρατηγεΐο Μέσης Ανατολής.
Ενώ από τις 25 έως τις 30 Απριλίου βρισκόταν σε εξέλιξη η αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων από την Ηπειρωτική Ελλάδα (αφορούσε στο σύνολο 45.000 περίπου άνδρες προς Κρήτη και Αίγυπτο, εκ των οποίων 25.000 παρέμειναν τελικά στην Κρήτη, πολλοί άοπλοι, άνευ ατομικών ειδών και άνευ βαρέος οπλισμού και οχημάτων), διατάχθηκε ο Διοικητής του Εκστρατευτικού Σώματος στην Ελλάδα Στρατηγός Ουίλσον (την 28ην Απριλίου 1941), να μελετήσει και να αναφέρει τις απαιτούμενες προς τούτο κατάλληλες δυνάμεις εκ των στο νησί ευρισκόμενες.
Οι υπόλοιπες θα μεταφέρονταν στην Αίγυπτο, όπου υπήρχε μεγίστη ανάγκη στρατευμάτων. Κατόπιν γενομένης σύσκεψης, ο Στρατηγός Ουΐλσον ανέφερε, ότι θεωρεί δυνατή βίαια απόβαση των Γερμανών από αέρος και θαλάσσης υπό την κάλυψη της αεροπορίας των, οπότε η επέμβαση του Βρετανικού στόλου θα ήταν δύσκολη, δεδομένου ότι η Γερμανική αεροπορική υποστήριξη μιας τέτοιας επιχείρησης θα ήταν τεράστια σε σύγκριση με τις δυνατότητες της Βρετανικής Αεροπορίας.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες το να διατηρήσουν δυνάμεις στο νησί ήταν μία δυσχερής αποστολή, εκτός εάν ήταν δυνατή ή διατήρησις στο νησί μιας επαρκούς δυνάμεως Στρατού ξηράς, Αεροπορίας και Στόλου. Ως ελάχιστες δυνάμεις πρότεινε τρεις ταξιαρχίας των τεσσάρων ταγμάτων, ένα μηχανοκίνητο τάγμα και επί πλέον τις δυνάμεις της MNBDO για τον κόλπο της Σούδας.
Επίσης ούτε οι προπαρασκευές αμύνης κατά σοβαρής εκτάσεως εχθρικής προσβολής είχαν αρχίσει ακόμη μέχρι τέλους Απριλίου, καίτοι από εξαμήνου ή Κρήτη τελούσε υπό Βρετανική ευθύνη. Ή Κρήτη, παρά τις περί του αντιθέτου απόψεις του Βρετανού Πρωθυπουργού, ο όποιος φιλοδοξούσε να δει την Κρήτη οργανωμένη σε ένα δεύτερον Σκάπα Φλόου (εκ των σπουδαιότερων βάσεων του Βρετανικού στόλου στον Ατλαντικό στις Όρκάδας νήσους).
Ελληνικές δυνάμεις ενισχύουν την άμυνα του νησιού
Την V Μεραρχία η οποία μεταφέρθηκε στην Ηπειρωτική Ελλάδα, αντικατέστησε η από αυτήν συγκροτηθείσα Στρατιωτική Διοίκησις Χανίων, έχουσα υπό τις διαταγές της τα έμπεδα Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Υπό των Έμπεδων οργανώθηκαν συνολικά τρία τάγματα πεζικού, των δύο λόχων το καθένα και διμοιρίες πολυβόλων Σαίντ Έτιέν. Με την δύναμη αυτή και με των εις το νησί Βρετανικών δυνάμεων, φρουρείτο ή νήσος με την κάλυψη του Βρετανικού στόλου της Μεσογείου. Κατά τον μήνα Ιανουάριο 1941 τα τρία τάγματα μεταφέρθηκαν στην Ηπειρωτική Ελλάδα.
Έτσι παρέμειναν στο νησί οι πυρήνες των Έμπεδων, με δύναμη κυρίως εκ διερχομένων οπλιτών και με οπλισμό 1000 τυφεκίων Γκρά, μιας δωδεκάδας πολυβόλων Σαίντ-‘Ετιέν και 40 περίπου οπλοπολυβόλων ύποδ. 1915. Προς ενίσχυση της άμυνας του νησιού αποφασίσθηκε από το Γενικό Στρατηγείο κατά τον μήνα Δεκέμβριο 1940, η οργάνωση Μονάδων Πολιτοφυλακής, αποστολή των οποίων θα ήταν ή ασφάλεια τεχνικών έργων και ευπαθών εν γένει σημείων από ενδεχομένη δράση αλεξιπτωτιστών ή αμφίβιων ενεργειών, η δε δύναμή τους θα ανέρχεται σε 3.000 περίπου άνδρες.
Κατά τον μήνα Φεβρουάριο 1941 η δύναμη της πολιτοφυλακής ελαττώθηκε σε 1500 περίπου και οργανώθηκαν τελικά τέσσερα τάγματα, ένα για κάθε Νομό. Οι Βρετανοί είχαν υποσχεθεί τον εξοπλισμό της πολιτοφυλακής, πλην όμως μέχρι της Γερμανικής αεραποβατικής ενέργειας δεν πραγματοποιήθηκε. Κατά τον μήνα Μάρτιο του 1941, προς ενίσχυση των εν Κρήτη δυνάμεων, μεταφέρθηκε σ’ αυτήν ή Σχολή οπλιτών χωροφυλακής, συνολικής δύναμης 15 Αξιωματικών και 900 περίπου οπλιτών, η οποία εγκαταστάθηκε στο Ρέθυμνο.
Επίσης, η πρόβλεψη της συνέχισης του πολέμου εκτός της Ηπειρωτικής Ελλάδας και για να (οι κληθέντες προς εκπαίδευση νεοσύλλεκτοι κλάσεων 1940 και 1941) εκπαιδευθούν απερίσπαστοι κατά το δυνατόν εκ των πολεμικών γεγονότων, οδήγησε την Ελληνική στρατιωτική Ηγεσία στην απόφαση να μεταφέρει στην Κρήτη το 2ο δεκαπενθήμερο του Απριλίου 1941 οκτώ τάγματα από τα κέντρα εκπαιδεύσεως Πελοποννήσου. Οι εν λόγω νεοσύλλεκτοι είχαν μια ολιγοήμερη και υποτυπώδη εκπαίδευση.
Η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων μετακινήθηκε με βενζινόπλοια, αφίχθηκε στο Κολυμπάρι Χανίων την 29η Απριλίου 1941, μετά από αυθόρμητη ενεργεία ορισμένων αξιωματικών και μαθητών της Σχολής.
Πηγές
http://greekworldhistory.blogspot.gr/
http://www.geetha.mil.gr
http://www.sa-snd.gr
http://www.kairatos.com.gr
http://historyreport.gr
http://www.kar.org.gr
http://www.krassanakis.gr
http://stratistoria.wordpress.com
http://www.pi.ac.cy
Κάντε Like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθείστε μας στο Twitter