Ομιλία του Δρα Άριστου Αριστοτέλους Πρώην Βουλευτή, Ειδικού σε Θέματα Άμυνας και Στρατηγικής, σε τελευταία εκδήλωση του Σωματείου Πρώην Βουλευτών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, Μάρτιος 2025:
Εισαγωγή
Η παρέμβαση μου αφορά το στρατιωτικό στοιχείο και το ρόλο του στο Κυπριακό. Σκοπός μου είναι να αναδείξω τη σημασία της ενίσχυσης της άμυνας και την ανάγκη χάραξης εθνικής στρατηγικής ως μέσο επιβίωσης του κυπριακού Ελληνισμού.
H αναφορά μου στηρίζεται στην παραδοχή ότι στο άναρχο διεθνές περιβάλλον το στρατιωτικό στοιχείο αποτελεί το δραστικότερο όργανο προστασίας και προώθησης εθνικών συμφερόντων. Στηρίζεται στο γεγονός ότι από αρχαιοτάτων χρόνων, στρατιωτικοί παράγοντες και συσχετισμοί ισχύος καθόριζαν εν πολλοίς την πορεία και το μέλλον στο νησί.
Ανταρσία, Μεραρχία – Αμοιβαία Αποτροπή
Τα στοιχεία αυτά είναι εμφανή καθόλη τη διαδρομή στο Κυπριακό:
Το 1963 – 1964, η νεοσύστατη Κυπριακή Δημοκρατία υπό την απειλή τουρκικής εισβολής, υποχρεωνόταν να ανέχεται τους στρατιωτικούς θύλακες και τη μορφή κράτους εν κράτει που είχαν δημιουργήσει οι Τουρκοκύπριοι με τη στήριξη της Άγκυρας στο νησί.
Από την άλλη, η κάθοδος ελληνικής Μεραρχίας στην Κύπρο και η δημιουργία της κυπριακής Εθνικής Φρουράς (Ε.Φ.) το 1964, αποτελούσε ισχυρό στοιχείο αποτροπής του ενδεχομένου τουρκικής εισβολής και επιβολής της διχοτόμησης στο νησί. Την ίδια ώρα η ελληνική πλευρά αποτρεπόταν είτε να προχωρήσει σε τροποποίηση του συντάγματος, είτε να ανακηρύξει την ένωση, φοβούμενη το ενδεχόμενο πολέμου με την Τουρκία.
Χάσμα στόχων και ικανοτήτων και «ρεαλιστική» αναπροσαρμογή
Η απομάκρυνση της Μεραρχίας από την Κύπρο, κατά την κρίση της Κοφίνου το 1967, ως όρος για να μην εισβάλει η Τουρκία στο νησί ή και να ανοίξει μέτωπο με την Ελλάδα, καταρράκωσε την ελληνική αποτροπή και επέφερε θεμελιακές αλλαγές πολιτικής.
Το χάσμα μεταξύ του στόχου της «ένωσις» και της στρατιωτικής ικανότητας στήριξης του είχε περαιτέρω διευρυνθεί και η κυβέρνηση αναπροσαρμόζει τις πολιτικές της σε πιο «ρεαλιστικές» στοχεύσεις. Το ίδιο και η τουρκική πλευρά, αφού η διχοτόμηση δεν φαινόταν υπό τις συνθήκες επιτεύξιμος στόχος. Έτσι από το 1968 το ενιαίο κράτος αποτελεί βάση διαλόγου μεταξύ των δύο κοινοτήτων μέχρι το 1974.
Κατάρρευση αποτροπής
Το στρατιωτικό πραξικόπημα της ελληνικής χούντας και της ΕΟΚΑ Β στην Κύπρο το 1974, εκτός του ότι έδωσε πρόσχημα στην Τουρκία να επέμβει στο νησί οδήγησε σε πλήρη κατάρρευση την οποιασδήποτε αποτρεπτική ικανότητα της Ε.Φ. Η διάβρωση που επήλθε στο στρατιωτικό τομέα από τη δράση της ελληνικής χούντας και της ΕΟΚΑ Β’ κατέστησαν το κόστος πολεμικής επιχείρησης στην Κύπρο για την Τουρκία εξαιρετικά χαμηλό σε σχέση με τα τεράστια εθνικά οφέλη που θα προσκόμιζε. Θα ήταν αδιανόητο η Άγκυρα, να μην εκμεταλλευτεί την κατάσταση αυτή για να εισβάλει και επιβάλει τα διχοτομικά της σχέδια στο νησί.
Αλλαγή στο στρατιωτικό και γεωπολιτικό τοπίο
Η τουρκική στρατιωτική εισβολή επέφερε σημαντικές αλλαγές στο γεωπολιτικό τοπίο, καθώς και στη διάταξη και τους συσχετισμούς ισχύος στην περιοχή. Άλλαξε άρδην τα δεδομένα στο Κυπριακό προσφέροντας στην Άγκυρα τεράστια στρατηγικά και διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα.
Η Τουρκία πλέον δεν ήταν εκτός Κύπρου όπως πριν το 1974, με εξαίρεση τους 650 στρατιώτες του αγήματος της ΤΟΥΡΔΥΚ. Ήταν εντός της Κύπρου, με το 37,9% του κυπριακού εδάφους υπό τον έλεγχο της, πλήρως τουρκοποιημένο, και το ελεύθερο μέρος της Δημοκρατίας, – το Κυπριακό Κράτος και τον Ελληνισμό της νήσου – να βρίσκονται υπό τη σκιά μιας νέας μορφής και εν δυνάμει υπαρξιακής απειλής.
Η Τουρκία των 80 και πλέον εκ. από το 1974 έχει σαφώς το πάνω χέρι στρατιωτικά στην Κύπρο – στην ξηρά, τον αέρα και τη θάλασσα. Διατηρεί στα κατεχόμενα εδάφη γύρω στις 36.000 στρατιώτες, περί τα 350 άρματα μάχης και πέραν των 600 ΤΟΜΠ και ΤΟΜΑ, καθώς και ισχυρές δυνάμεις πυροβολικού και άλλων οπλικών συστημάτων. Από τις αεροπορικές και ναυτικές βάσεις στην Τουρκία διατηρεί αδιαμφισβήτητη υπεροχή στον αέρα και στη θάλασσα. Οι δυνατότητες άσκησης αεροναυτικού ελέγχου στην περιοχή γύρω από την Κύπρο, συνεχούς και άμεσης στήριξης, ανεφοδιασμού και αναπλήρωσης των κατοχικών δυνάμεων, ενισχύουν τη λαβή της στο νησί.
Από την πλευρά της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Εθνική Φρουρά παρουσιάζεται μειωμένη αριθμητικά σε σύγκριση με το 1974 αλλά βελτιωμένη σε εξοπλιστικά μέσα σε σχέση με την προ του πραξικοπήματος περίοδο και τη δεκαετία του 1980. Αντιμετωπίζει ωστόσο προβλήματα όπως συνεκτικής αμυντικής πολιτικής, υποστελέχωσης, δυσκολίες συντήρησης οπλικών συστημάτων, τεχνολογικής ανεπάρκειας, περιορισμένους οικονομικούς πόρους, αδυναμίες λογισμικής υποστήριξης και αναπλήρωσης υλικού, απουσίας άμυνας σε βάθος και άλλα. Είναι βασικά σε πολύ δυσχερή θέση απ’ ό,τι πριν την εισβολή.
Επίσης στην Ελλάδα των 10 εκ., τόσο ένεκα απουσίας επαρκούς πολιτικής βούλησης και της ανάγκης προστασίας των δικών της συνόρων, όσο και του προβληματισμού για τη δυνατότητα και το βαθμό στρατιωτικής στήριξης της Κύπρου, δημιουργούνται αμφισβητήσεις για την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία τής προέκτασης των αποτρεπτικών της ικανοτήτων στον κυπριακό χώρο. Από την άλλη, η γνωστή διατύπωση ότι «η Κύπρος είναι μακριά», μπορεί στρατιωτικά να έχει τη λογική της, αλλά στρατηγικά είναι λανθασμένη, γιατί ενθαρρύνει τον αντίπαλο να εμμένει στα σχέδια του, δημιουργώντας την εντύπωση ότι το νησί είναι στη διάθεση του αφού η Ελλάδα δεν μπορεί να το προστατεύσει.
Αλλαγή στη βάση των διαπραγματεύσεων
Η κατακλυσμική αλλαγή που επήλθε μετά τα γεγονότα του 1974στους συσχετισμούς δυνάμεων και κατ’ επέκταση στη διαπραγματευτική ισχύ των αντιπάλων προς όφελος της Τουρκίας στο Κυπριακό, είχαν ως επακόλουθο και την αλλαγή της βάσης των δικοινοτικών συνομιλιών που ακολούθησαν το 1977. Η αποδοχή της δικοινοτικής ομοσπονδίας, που άλλοτε την θεωρούσαν «προδοσία» στην ελληνοκυπριακή πλευρά, κατέστη αναγκαίος συμβιβασμός για να δεχτεί η Άγκυρα επανέναρξη διαπραγματεύσεων στο Κυπριακό.
Διάφορες πολιτικές και διακηρύξεις της δεκαετίας του 1990 περί «δόγματος ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδας Κύπρου» και ενίσχυσης της διαπραγματευτικής ικανότητας έναντι της τουρκικής πλευράς δεν είχαν και το ανάλογο αντίκρισμα στην πράξη. Η επιδεικτική πραγματοποίηση κοινών ασκήσεων, οι πολυδιαφημιζόμενες αγορές εξοπλισμών – κυρίως για σκοπούς δημιουργίας εντυπώσεων – και το φιάσκο της αγοράς των S-300 από τη Ρωσία, αποδείχθηκαν ένα δαπανηρό πυροτέχνημα που δεν στηρίζονταν σε κάποια κοινή αντίληψη των πραγμάτων ή σοβαρή, συνεκτική και συμφωνημένη εθνική στρατηγική. Με αποτέλεσμα οι πολιτικές αυτές να είχαν καταρρεύσει και προσγειωθεί ανώμαλα με την πρώτη δοκιμασία, όπως το χάος που δημιουργήθηκε κατά την κρίση στα Ίμια και τη ματαίωση της άφιξης των ρωσικών πυραύλων στην Κύπρο, σπέρνοντας απογοήτευση στον κυπριακό Ελληνισμό για την αναποτελεσματικότητα και την επιπολαιότητα των χειρισμών Λευκωσίας και Αθήνας.
Συμπεράσματα – Διαπιστώσεις
Συμπερασματικά θα μπορούσε να λεχθεί ότι η απουσία κοινής αντίληψης περί του εθνικού συμφέροντος και η ανυπαρξία συνεκτικής αμυντικής πολιτικής και στρατηγικής, οι εσφαλμένοι χειρισμοί και η κακοδιαχείριση του στρατιωτικού στοιχείου είχαν αρνητικά ως ολέθρια αποτελέσματα για την ελληνική πλευρά.
Ο συσχετισμός ισχύος σήμερα στην Κύπρο είναι πολύ πιο ευνοϊκός για την τουρκική πλευρά από την περίοδο πριν το 1974, επιτρέποντας στην Τουρκία να διατηρεί τη ντε φάκτο διχοτόμηση, να τηρεί αδιάλλακτη στάση στο Κυπριακό, και τώρα – μετά την αποτυχία των συνομιλιών στο Κρανς Μοντανά το 2017 – να εγκαταλείπει τη λύση ομοσπονδίας και να εμμένει σε λύση δύο κρατών. Να αξιώνει ακόμη την αναγνώριση του ψευδοκράτους πριν την έναρξη συνομιλιών. Της επιτρέπει ακόμη να προβαίνει σε σειρά τετελεσμένων στο Βαρώσι και στην κυπριακή ΑΟΖ, αγνοώντας τη διεθνή νομιμότητα και αποδοκιμασία αλλά και να προβάλει ως εν δυνάμει απειλή κατά των ελευθέρων περιοχών της Δημοκρατίας.
Ταυτόχρονα σημειώνεται ότι ναι μεν η Τουρκία πέτυχε την κατοχή και τη ντε φάκτο διχοτόμηση του νησιού ή έχει προβεί στην ανακήρυξη της λεγόμενης Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου, αλλά η διεθνής κοινότητα της στερεί την αναγνώριση, θεωρώντας ως νόμιμη αρχή στο νησί την Κυπριακή Δημοκρατία. Η δε ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η ενεργός δραστηριότητα της στο διεθνές πεδίο, ενισχύουν την κρατική της υπόσταση και αποτελούν γεωπολιτικό ανάχωμα ή και σωσίβιο πολιτικής προστασίας από την τουρκική εκβιαστική συμπεριφορά και επιρροή στο Κυπριακό.
Τα ανωτέρω δεδομένα οριοθετούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορούσε να διαμορφωθεί από ελληνικής πλευράς μια κοινά συμφωνημένη στρατηγική εθνικής ασφάλειας και αμυντική πολιτική. Το περιεχόμενο και τις παραμέτρους τέτοιας στρατηγικής το έχουμε πολλάκις αναπτύξει από το 1977 μέχρι σήμερα. Με σειρά πρωτοποριακών για την εποχή μελετών και συγγραμμάτων, τροφοδοτήσαμε σχεδόν όλες τις κυβερνήσεις και συναφείς φορείς σε Αθήνα και Λευκωσία με εκατοντάδες αντίγραφα του υλικού αυτού, αναλύοντας σε βάθος το σκεπτικό, τις υποθέσεις και το μηχανισμό της στρατηγικής της αποτροπής στο Κυπριακό. Υποδείξαμε πώς η σωστή και μεθοδική αξιοποίηση και προσαρμογή της στρατηγικής αυτής στα ελληνοτουρκικά και η ενίσχυση του αμυντικού τομέα θα μπορούσε να συμβάλει στη ματαίωση των τουρκικών σχεδίων στο νησί. Η θλιβερή διαπίστωση μέχρι σήμερα παραμένει ότι απευθυνόμαστε εις ώτα μη ακουόντων και ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις πως στο προβλεπτό μέλλον η συμπεριφορά αυτή θα διαφοροποιηθεί.
Κάντε Like στη σελίδα μας στο facebook – ακολουθείστε μας στο X στο linkedin και στο Youtube