Του Δρ. Άριστου Αριστοτέλους – Πρώην Βουλευτή, Ειδικού σε Θέματα Άμυνας και Στρατηγικής
Η πρόσφατη υπογραφή «Δήλωσης Προθέσεων» μεταξύ του Κύπριου υπουργού Εξωτερικών κ. Νίκου Χριστοδουλίδη και του Αμερικανού υφυπουργού Εξωτερικών κ. Γουές Μίτσελ στην Ουάσιγκτον, με κύριο αντικείμενο την ανάπτυξη των διμερών σχέσεων στην προώθηση της ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο, προφανώς και θα θεωρείται από την κυβέρνηση της Κύπρου ως επιτυχημένο γεγονός. Βέβαια όπως διαμορφώνεται το στρατηγικό τοπίο ενόψει του δόγματος που αναπτύσσουν οι ΗΠΑ κατά της «ρωσικής επιθετικότητας» και άλλων προκλήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο, η κίνηση αυτή δύναται να εκληφθεί και ως στρατηγική απομάκρυνση της Λευκωσίας από την παραδοσιακά πιο ουδέτερη στάση που τηρεί στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή και ταύτιση με την αμερικανική πολιτική.
Εάν όμως δεν έχουν εκτιμηθεί σωστά τα υπέρ και τα κατά της ενέργειας αυτής θα μπορούσε να αποδειχθεί παρακινδυνευμένη και χωρίς ουσιαστικό όφελος ακροβασία της κυπριακής εξωτερικής πολιτικής. Τη θέση αυτή αναπτύσσει η ανάλυση που ακολουθεί αποσκοπώντας να αποτελέσει τροφή για σκέψη και για εποικοδομητικό προβληματισμό γύρω από το θέμα αυτό.
Εθνική Στρατηγική ΗΠΑ και Κύπρος
Είναι πρόδηλο ότι με βάση τη νέα Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας (ΕΣΑ) των ΗΠΑ, οι Αμερικανοί αναζωογονούν το ενδιαφέρον τους στην Ανατολική Μεσόγειο και γενικά την περιοχή. Για την εξυπηρέτηση των σκοπών της στρατηγικής αυτής, προωθούν επαφές και συνεργασίες με συμμάχους και εταίρους, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα και η Κύπρος. Αυτό είναι πρόδηλο και από το περιεχόμενο των συναντήσεων, των συμφωνιών που επετεύχθησαν και ιδίως των δηλώσεων που συνόδευσαν τον κ. Χριστοδουλίδη κατά την επίσκεψη στις ΗΠΑ. « Η υπογραφή της Δήλωσης Προθέσεων για ενίσχυση και ανάπτυξη της διμερούς σχέσης ασφάλειας», ανακοίνωσε το Γραφείο της Εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στις7/11/2018, «θα προωθήσει τα κοινά συμφέροντα στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ενίσχυση της θαλάσσιας και συνοριακής ασφάλειας και προώθηση της περιφερειακής σταθερότητας». Ο δε κ. Χριστοδουλίδης εξέφρασε ικανοποίηση γιατί όπως είπε η υπογραφή της Δήλωσης Προθέσεων «για πρώτη φορά, θεσμοθετεί, θέτει ένα πλαίσιο και την πορεία δράσης που θα ακολουθηθεί σε σχέση με τις διμερείς μας σχέσεις, στον τομέα της Ασφάλειας». (ΚΥΠΕ, 7/11/2018).
Κύπρος – ΗΠΑ και «ρωσική απειλή»
Την ίδια ώρα, ανησυχώντας για τυχόν αρνητικά μηνύματα που πιθανόν να εκπέμπει η ταύτιση με την αμερικανική στρατηγική στα μάτια επηρεαζόμενων κυβερνήσεων όπως της Ρωσίας, ο Κύπριος υπουργός διαβεβαίωνε ότι «η περαιτέρω ενίσχυση της στρατηγικής μας συνεργασίας με τις ΗΠΑ δεν στρέφεται ενάντια σε οποιανδήποτε τρίτη χώρα» (ΚΥΠΕ, 7/11/2018). Τα πραγματικά γεγονότα όμως δεν βοηθούν τη θέση αυτή. Κατ’ αρχήν η πιο σημαντική πτυχή της νέας αμερικανικής στρατηγικής στα πλαίσια της οποίας, από σκοπιάς ΗΠΑ, εντάσσεται η εξέλιξη αυτή, είναι ότι για πρώτη φορά μετά από χρόνια προσδιορίζει τόσο ρητά και επαναλαμβανόμενα πως οι κυριότερες δυνάμεις – «ανταγωνιστές» – που απειλούν τα συμφέροντά τους στον πλανήτη, είναι η Ρωσία (και η Κίνα) και το Ιράν (στη Μέση Ανατολή). Πιο εξειδικευμένα, ο κ. Μίτσελ στην ομιλία του στο Heritage Foundation στις 2/6/2018 υπογράμμισε τη σημασία της Ανατολικής Μεσογείου για τις ΗΠΑ, χαρακτηρίζοντας την ως «αναδυόμενο θαλάσσιο σύνορο» αντιπαλότητας δυτικών συμφερόντων με άλλες δυνάμεις, όπου «αντιμετωπίζουμε πλήρη ανταγωνισμό από τους Ρώσους». Η Αμερικανίδα Πρέσβειρα κ. Κάθλιν Ντόχερντι μιλώντας σε πρόσφατο συνέδριο του Economist στη Λευκωσία υπέδειξε ότι: «Η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου προβάλλει ιδιαίτερες προκλήσεις» από τις οποίες «πιο πιεστικές» είναι «η τρομοκρατία, η ρωσική επιθετικότητα, οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις, τα άνευ προηγουμένου κύματα μεταναστών, οι απειλές από το Ιράν». Η Κυπριακή Δημοκρατία, είπε, «μπορεί να παίξει σπουδαίο μέρος στις κοινές προσπάθειες για να αντιμετωπίσουμε τις υπερατλαντικές απειλές». (USA Embassy Cyprus, 2/11/2018). Είναι σαφές λοιπόν προς ποιες κατευθύνσεις στρέφονται οι διαγραφόμενες στρατηγικές συνεργασίες της Ουάσιγκτον στην περιοχή, που ξεπερνούν τα όρια προηγούμενων συμφωνιών με την Κύπρο, οι οποίες αφορούσαν συνήθως τη διεθνή τρομοκρατία και την ανάληψη ανθρωπιστικών αποστολών, και θα ήταν δύσκολο για τον Κύπριο Υπουργό να πείσει για το αντίθετο.
Ρωσική απάντηση
Το Κρεμλίνο έχει ήδη σαφή άποψη για τη νέα αμερικανική στρατηγική ασφάλειας, καθώς και για τα ανοίγματα που επιχειρούν οι ΗΠΑ στην περιοχή και βέβαια στην Κύπρο. Ο Γραμματέας του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας της Ρωσίας κ. Νικολάι Πατρούσεφ επεσήμανε από την πρώτη στιγμή που ανακοινώθηκε η αμερικανική ΕΣΑ το Δεκέμβριο του 2017 ότι πράγματι η χώρα του «κατονομάζεται σαν η κύρια απειλή κατά της ασφάλειας των ΗΠΑ». Προειδοποίησε ότι η προώθηση των στόχων και των σκοπών της δυνατό να απειλήσει την παγκόσμια και περιφερική ασφάλεια και ότι η Μόσχα αναπόφευκτα θα απαντήσει διαμορφώνοντας ανάλογα τη δική της εθνική στρατηγική (TASS, 20/12/2017). Όσον αφορά την Κύπρο, η Πρεσβεία της Ρωσίας στη Λευκωσία με αφορμή κάποιες δηλώσεις του Προέδρου του ΔΗΣΥ για τη ρωσική πολιτική στο Κυπριακό και έχοντας υπόψη το διαμορφούμενο ανταγωνισμό και τα σχέδια των ΗΠΑ για το νησί, σε ανακοίνωση της στις 10/09/2018 υποδεικνύει ότι «κάποιοι εταίροι της Κυπριακής Δημοκρατίας θα ήθελαν να διασπάσουν τη σχέση μεταξύ Ρωσίας και Κύπρου ώστε να αποτραπεί η εμπλοκή της Ρωσίας στην Ανατολική Μεσόγειο»
Σχέσεις Κύπρου – Ρωσίας
Η Κυπριακή Δημοκρατία σαν κράτος αλλά και σαν μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) μπορεί σε κάποιο βαθμό να συμμερίζεται ορισμένες από τις προαναφερθείσες προκλήσεις κατά των ΗΠΑ, οι οποίες αόριστα καθορίζονται και στην Παγκόσμια Στρατηγική της Ε.Ε. του 2016 ( π.χ. αστάθεια Ανατολικής Μεσογείου και Μέσης Ανατολής, μεταναστευτικό, τρομοκρατία). Όμως οι σε βάρος της Κύπρου άμεσοι κίνδυνοι και απειλές προέρχονται από την Τουρκία και όχι τόσο από τις κατευθύνσεις που η Ουάσιγκτον ιεραρχεί ως προτεραιότητα της δικής της στρατηγικής στην περιοχή ή από τη Ρωσία. Σχετικά με τη Μόσχα, ασφαλώς και εξυπηρετεί πρωτίστως τα συμφέροντα της και έχει τη δική της στρατηγική ασφάλειας – ανησυχώντας κυρίως για τη δράση του ΝΑΤΟ στον περίγυρό της ή και αλλού – αλλά, όσον αφορά την Κύπρο, σύμφωνα με τον τότε κυβερνητικό εκπρόσωπο και νυν υπουργό Εξωτερικών κ. Χριστοδουλίδη, η Ρωσία « παραδοσιακά στηρίζει τις θέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας” (ΚΥΠΕ 24/2/2015). Επίσης η χώρα αυτή εκτός του ότι αποτελεί σημαντικό εμπορικό εταίρο, από το 1964 υπήρξε εκ των κυριοτέρων προμηθευτών οπλισμού για την άμυνα του νησιού, όταν άλλες χώρες όπως οι ΗΠΑ δεν επέτρεπαν ή και ματαίωναν την πώληση στρατιωτικού υλικού στην Κύπρο. Εξάλλου, Μόσχα και Λευκωσία έχουν υπογράψει συμφωνίες στρατιωτικού χαρακτήρα που επικαιροποιήθηκαν το Φεβρουάριο του 2015 κατά την επίσκεψη του Προέδρου κ. Νίκου Αναστασιάδη, ο οποίος για να καθησυχάσει αυτή τη φορά τους δυτικούς και δη τους Αμερικανούς, διαβεβαίωνε ότι από ρωσικής πλευράς «τίποτε δεν μας ζητήθηκε που θα μπορούσε να μας φέρει σε δύσκολη θέση είτε με τους εταίρους μας είτε με τους τρανσατλαντικούς συμμάχους μας» ( ΚΥΠΕ, 26/2/2015).
Τουρκική απειλή
Όσον αφορά την Τουρκία, η χώρα αυτή με τις χιλιάδες των στρατιωτών της εισέβαλε και συνεχίζει να κατέχει από το 1974 το βόρειο τμήμα της Κύπρου, προβάλλοντας συνεχή απειλή άμεσης ή έμμεσης χρήσης της στρατιωτικής της ισχύος σε βάρος της κυριαρχίας της Δημοκρατίας αλλά και των δικαιωμάτων της στην κυπριακή ΑΟΖ. Η Άγκυρα διατυπώνει διεκδικήσεις επί των θαλασσίων πόρων του νησιού για την ίδια και για τους Τουρκοκυπρίους, προσπαθώντας να επιβάλει νέα τετελεσμένα στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. «Δεν θα επιτρέψουμε ενέργειες για την εξόρυξη φυσικών πόρων στην Ανατολική Μεσόγειο, από τις οποίες θα έχει αποκλειστεί η Τουρκία και η “Βόρεια Κύπρος”. Τα πλοία μας δείχνουν την ισχύ μας» προειδοποιεί με λόγια και με πράξεις ο Τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν, δημιουργώντας συνθήκες σύγκρουσης και έντασης στη θαλάσσια αυτή περιοχή (can.gr., 4/11/2018). Συνεπώς για τη Λευκωσία κύρια απειλή και συντελεστής ανασφάλειας και αστάθειας στην Ανατολική Μεσόγειο είναι πρωτίστως η Τουρκία και η επιθετική στάση που ακολουθεί, η οποία ωστόσο δεν κατονομάζεται από την αμερικανική ΕΣΑ ως μία από τις προκλήσεις στην περιοχή.
ΗΠΑ, Τουρκία και Κυπριακή ΑΟΖ
Ασφαλώς η αμερικανική στάση στο θέμα της κυπριακής ΑΟΖ είναι πολύ σημαντική. Είναι καλοδεχούμενη και θετική για τη Λευκωσία. Έχει όμως και τα όρια της. Η υποστήριξη από τις ΗΠΑ του δικαιώματος της Κυπριακής Δημοκρατίας να εκμεταλλευτεί τους φυσικούς της πόρους «οι οποίοι θα πρέπει να διαμοιραστούν δίκαια μεταξύ των δύο κοινοτήτων στα πλαίσια μιας λύσης, όπως και η υπόδειξη ότι στρατιωτικές απαντήσεις σε εμπορικές διαφορές είναι ανάρμοστες» ( δηλώσεις Πρέσβειρας ΗΠΑ, ο.π.) αποτελούν αποθαρρυντικό στοιχείο
στις στοχεύσεις και στρατιωτικούς εκβιασμούς της τουρκικής πλευράς. Δεν σημαίνει όμως ότι είναι ικανές να την αποτρέψουν τελικά να επιμένει να διεκδικεί και να απειλεί. Η άποψη των ΗΠΑ για την Τουρκία και το ρόλο της στη νέα στρατηγική στην περιοχή είναι ότι : Από τη μια, αναγνωρίζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει μεταξύ τους (ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες , συριακό και Κούρδοι της Συρίας, σχέσεις της Άγκυρας με Ιράν και Μόσχα όπως και το θέμα των S-400) και ότι δεν μπορούν να παραμείνουν σιωπηλοί. Από την άλλη, συνεχίζουν να την θεωρούν εξαιρετικά σημαντικό νατοϊκό σύμμαχο στην μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση του ρωσικού ανταγωνισμού και ως το ισχυρότερο αντίβαρο για την ανακοπή της εξάπλωσης της ιρανικής επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Μέσα στα πλαίσια της νέας Εθνικής Στρατηγικής Ασφάλειας, λοιπόν, ο κ. Μίτσελ τόνισε στην προαναφερθείσα ομιλία του ότι «δουλεύουμε αποφασιστικά να σταθεροποιήσουμε τη σχέση με την Τουρκία και να τη διατηρήσουμε σε στρατηγική πορεία της Δύσης. Μία μόνιμη παραβίαση αυτής της σχέσης θα προκαλούσε ζημίες πολλών γενεών στην εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ». Αυτή η στάση στρατηγικής θα καθορίζει, ανάλογα με τις εξελίξεις, τα μέσα και την έκταση της αμερικανικής αντίδρασης απέναντι στις τουρκικές διεκδικήσεις και προκλήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ – όπου ούτε η μια ούτε η άλλη πλευρά θα ήθελαν να συγκρουστούν μετωπικά. Όμως δεν θα είναι τέτοιου βαθμού αποφασιστικότητας οι αμερικανικές ενέργειες που να αποτρέπουν ουσιαστικά την Τουρκία από το να προκαλεί, να παρενοχλεί και να διεκδικεί.
Συνειδητή επιλογή στρατηγικής
Επανερχόμενοι στο θέμα, η ταύτιση της Λευκωσίας με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, που δυνατό να εκληφθεί ως επιλογή στρατοπέδου στον ανταγωνισμό τους με άλλες δυνάμεις στην περιοχή, θα ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι λήφθηκε χωρίς να είχε προηγουμένως δεόντως μελετηθεί. Εξάλλου η στενότερη στρατηγική συνεργασία με την Ουάσιγκτον ή και με το ΝΑΤΟ εκκολαπτόταν από την παρούσα κυβέρνηση πριν και από την επίσκεψη του τέως Αμερικανού Αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν στην Κύπρο τον Αύγουστο του 2014 ( Sigmalive, 21/08/2014), με τον καθοριστικό ρόλο της εδώ Πρεσβείας. Αλλά τότε, σε αντίθεση με σήμερα, θα μπορούσε να λεχθεί ότι δεν στοχοποιούσαν τη Ρωσία ως κύρια απειλή κατά των ΗΠΑ στην περιοχή. Θα ήταν όντως εκπληκτικό αν ο Κύπριος υπουργός Εξωτερικών καλωσορίζοντας την επιστροφή των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως εγκύρως μεταδόθηκε από την Ουάσιγκτον (ΚΥΠΕ, 7/11/2018) και υπογράφοντας τη Δήλωση Προθέσεων, δεν γνώριζε το γενικότερο περιεχόμενο αλλά και τις ιδιαίτερες στοχεύσεις της νέας αμερικανικής στρατηγικής κατά της λεγόμενης ρωσικής απειλής στην περιοχή. Θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην είχαν προσμετρηθεί οι επιδράσεις της εξέλιξης αυτής στις διεθνείς σχέσεις της Κύπρου και στο Κυπριακό. Έχοντας υπόψη το φιλοσοφικό υπόβαθρο της κυβέρνησης στην οποία υπηρετεί ο κ. υπουργός, όπως και παλιότερες ανεπιτυχείς προσπάθειες της να ενταχθεί στο Νατοϊκό πρόγραμμα για το Συνεταιρισμό για την Ειρήνη ή ακόμη και την επιθυμία της – εάν ήταν δυνατό – για ένταξη στο ΝΑΤΟ, θα ήταν δύσκολο να πεισθεί κανείς ότι η πρόθεση για ενεργό συστράτευση με τις ΗΠΑ στην υλοποίηση της αμερικανικής στρατηγικής δεν ήταν συνειδητή επιλογή στρατηγικής. Το κρίσιμο ερώτημα βέβαια είναι πόσο καλά έχει μελετηθεί και εκτιμηθεί η μετακίνηση αυτή από την παραδοσιακά πιο ουδέτερη στάση που τηρούσε η Κύπρος ακόμη και ως μέλος της Ε.Ε. στον ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, έχοντας ανάγκη τη συνεργασία τους και αρκετές φορές τη στήριξη τους σε διάφορα διεθνή φόρουμ και στο Συμβούλιο Ασφαλείας;
Συμπέρασμα
Πεποίθηση της Λευκωσίας προφανώς είναι ότι ταυτιζόμενη με τα αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα θα εξυπηρετούνταν καλύτερα οι εθνικοί της στόχοι. Με αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα ήθελε να διαταραχθούν οι σχέσεις της με τη Μόσχα ή να λειτουργεί σε βάρος της Ρωσίας, αλλά δεν μπορεί να επιτευχθούν και τα δύο. Δηλαδή από τη μια να συστρατεύεται με τους μεν εναντίον τους δε και από την άλλη να αναμένει να τα έχει καλά και με τους δύο.
Επίσης όπως φάνηκε πιο πάνω οι Αμερικανοί ιεραρχούν πολύ ψηλά τη στρατηγική σημασία της Τουρκίας για τη χώρα τους και για το ΝΑΤΟ και θέλουν να τη διατηρήσουν στο δυτικό στρατόπεδο παρά τις διαφορές τους – χωρίς ταυτόχρονα να πάψουν να αποδοκιμάζουν ορισμένες πολιτικές της. Από την άλλη, αν και καλοδεχούμενη και ενισχυτική η στήριξη των Αμερικανών προς την Κυπριακή Δημοκρατία και την ΑΟΖ – που υπήρχε βέβαια και πριν την υπογραφή της Δήλωσης Προθέσεων – ωστόσο σε τελική ανάλυση δεν απομακρύνει ή αποτρέπει αποφασιστικά τις τουρκικές προκλήσεις και απειλές σε βάρος της Κύπρου. Την ίδια ώρα θα ήταν απίθανο οι στρατηγικές επιλογές της κυβέρνησης της Κύπρου να αφήσουν ανενόχλητη τη Ρωσία και εντελώς ανεπηρέαστες τις σχέσεις των δύο χωρών, αλλά και ασυγκίνητους άλλους δρώντες στην περιοχή.
Όλα αυτά αν δεν έχουν μελετηθεί προσεκτικά και αν δεν έχουν εκτιμηθεί σωστά, τότε η κίνηση της Λευκωσίας να ταχθεί έμπρακτα υπέρ των συμφερόντων της μιας δυνάμεως στο εν εξελίξει γεωπολιτικό ανταγωνισμό στην περιοχή, ενδεχομένως να αποδειχθεί επιζήμιος ακροβασία της εξωτερικής πολιτικής, χωρίς να δώσει λύσεις σε καίρια προβλήματα που ταλανίζουν την Κυπριακή Δημοκρατία και το Κυπριακό. Αυτά κατατίθενται ως τροφή για σκέψη, για σφαιρικότερη μελέτη του θέματος και μεγαλύτερο προβληματισμό, τονίζοντας ταυτόχρονα την ανάγκη διαφανέστερου διάλογο με τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου για την καλύτερη προώθηση του εθνικού συμφέροντος της Κύπρου.