
(Διήγηση του Θεμιστοκλή) – Απόσπασμα από το βιβλίο του Φώτη Σαραντόπουλου “Εμπρός Δια Της Λόγχης” – Η μεγάλη εξόρμηση (1912-1913)
Σας διηγήθηκα ήδη πολλά για τη ναυμαχία. Αλλά μια ναυμαχία δεν είναι μόνο ελιγμοί και κανο-νιές και τακτικές και αποστασιομετρήσεις. Ούτε είναι μόνο ζημιές και απώλειες. Μια ναυμαχία, όπως κάθε μάχη, είναι γεμάτη κι από μικρές ανθρώπινες ιστορίες, σαν αυτές που θα σας διηγηθώ τώρα. Ιστορίες που κρύβουν ένα σωρό αισθήματα, μικρά, μεγάλα, μεγαλειώδη … Και σκέψεις και πράξεις που δεν γράφονται σε καμία ιστορία. Αλλά δεν γίνεται να καταλάβει κανείς την Ιστορία, να την νοιώσει πραγματικά, αν έχει την εντύπωση ότι μια ναυτική μάχη έχει μόνο ήρωες και δειλούς, Ναύτες και Ναυάρχους, πλοία και κανόνια. Στην πραγματικότητα, αν βγάλουμε τις απώλειες, έχει πολλές ομοιότητες με τις μάχες που δίνουμε κάθε μέρα, στη ζωή μας, στη δουλειά μας, στην κοινωνία μας. Μόνο αν μπορέσει κανείς να δει με τέτοια ματιά μια μάχη, θα μπορέσει να την καταλάβει πραγματικά. Έλεγε κάποιος ότι «πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα». Ε, κι εγώ σας λέω ότι «μια μάχη με όπλα είναι σαν τις μάχες της ζωής μας, αλλά με άλλα μέσα» … Σαν τις μεγάλες αλλά και σαν τις πολύ μικρές μάχες της ζωής μας …
Και θα ξεκινήσω από τα πιο απλά. Από το ότι σαν τελείωσε η ναυμαχία και οι κανονιές και οι καταδιώξεις, σαν μειώθηκε η αδρεναλίνη που γέμιζε τις φλέβες μας, τότε το μυαλό ξέχασε αυτομάτως τακτικές και κινδύνους και κούραση σωματική και το μόνο που απέμεινε ήταν ένα άδειο στομάχι … Μετά από έξι ώρες κλείσιμο σε πύργους πυροβόλων, λεβητοστάσια και θωρακισμένα υποφράγματα, ξεχυθήκαμε όλοι στα καταστρώματα και τα διαμερίσματα του πλοίου. Και σαν αραίωσε η μυρωδιά του κορδίτη και των πυρωμένων μετάλλων, περιμέναμε να μυρίσουμε φαΐ … Η μάχη μας άνοιξε θαρρείς την όρεξη, και ούτε που πήγε το μυαλό μας ότι στη διάρκεια της μάχης δεν δούλευαν κουζίνες και μάγειροι. Γιατί δεν μύριζε φαγητό; Μας έπιασε ανησυχία!
«Μωρέ μήπως έπαθε τίποτα η αποθήκη;»
Μια χαρά ήταν η αποθήκη, ανέγγιχτη, δόξα τω Θεώ … Κι όχι μόνο αυτό, ο Αποθηκάριος, ο κ. Κοναρίνος, με διαταγή του Ναυάρχου, είχε αφήσει για πρώτη φορά τις πόρτες ανοιχτές και αφύλακτες!
«Παιδιά, μπείτε μέσα ελεύθερα, σήμερα είναι όλα δικά σας! Πάρτε και φάτε ό,τι βρείτε!»
Τι ήταν να πει τέτοιο πράγμα … Ψωμιά, γαλέτες, εληές, κρεμμύδια, ότι βρίσκαμε μπροστά μας λεηλατήθηκε!
Και ήταν λεηλασία μετά μουσικής. Γιατί μπορεί ως τότε ο Ναύαρχος να αγαπούσε πιο πολύ τη μουσική των κανονιών και όχι τις τρομπέτες, αλλά σαν ήρθε σε μας η όρεξη για φαγητό, αυτου-νού του ήρθε η όρεξη για μουσική! Και καθώς γύρω μας στριφογύριζαν πανηγυρίζοντας όλα τα πλοία του Στόλου, μικρά και μεγάλα, αυτός είχε ξαφνική έμπνευση και έδωσε την εντολή:
«Πείτε σε κείνους τους μουσικούς … τι κάθονται; Γρήγορα στο κατάστρωμα με τα όργανά τους! Να αρχίσουν να παίζουν μέχρι να σκάσουν τα πνευμόνια τους!»
Τρέξανε οι μουσικοί στο θάλαμο των οργάνων και τι να δουν … Θραύσματα οβίδας είχαν χτυπήσει τα περισσότερα. Αλλά πώς να πουν στον Ναύαρχο για την αβαρία … Ότι ζημιές είχαμε πάθει στο πλοίο, όλες είχαν αρχίσει να επισκευάζονται ήδη. Αρκετές σκοτούρες είχε ο Ναύαρχος στο κεφάλι του. Αν του λέγανε πως δεν δούλευαν τα τρομπόνια και τα τούμπανα, μπορεί να άρχιζε τα … Αρβανίτικα … Έχυσε πολύ ιδρώτα ο κ. Μιχάλης Σπινέλλης, ο Κεφαλλονίτης Αρχιμουσικός του πλοίου μας, αλλά σε χρόνο μηδέν επισκευάστηκαν όλα πρόχειρα και σε λίγη ώρα παίζανε εμβατήρια! Και το πάθος των πνευστών ήταν τόσο, που λες και εκτελούσαν κατά γράμμα την εντολή του Ναυάρχου για σκάσιμο των πνευμονιών τους …
Στη διάρκεια της μάχης, ενώ όλοι ήταν στα θωρακισμένα διαμερίσματα του πλοίου, ο Ύπαρχος κ. Βούλγαρης, είχε μείνει στο κατάστρωμα και «βολτάριζε», μαζί με τον ακόλουθό του, το Ναύτη Γ. Σελίμη από την Σκύρο, ενώ γύρω σφύριζαν τα εχθρικά βλήματα.
«Κύριε Ύπαρχε, δεν έρχεστε μέσα να προφυλαχθείτε;» του φώναξε ο Υποπλοίαρχος κ. Παπαλεξόπουλος.
«Δεν με πιάνουν εμένα οι σφαίρες, γιατί είμαι καλός άνθρωπος …» απάντησε εκείνος γελώντας, και συνέχισε τις βόλτες του.
Σαν τελείωσε η μάχη, στείλαμε σήμα στο Υπουργείο Ναυτικών ότι «η νίκη ήτο τελεία». Έτσι, Λακωνικά. Μα αυτοί θέλανε λεπτομέρειες και ζητούσαν να μάθουν περισσότερα. Ο Ναύαρχος δεν καταλάβαινε από τέτοια. Είπε στον τηλεγραφητή να στείλει άλλο μήνυμα:
«Αφού σας είπαμε “τελεία”, τι περισσότερες πληροφορίες θέλετε;»
Και είχε απόλυτο δίκιο. Αφού εμείς δεν είχαμε σχεδόν καθόλου ζημιές ή απώλειες, και αφού οι Τούρκοι πάθανε τόσες που δεν ξαναφάνηκαν ποτέ, αυτό δεν είναι η «τελεία νίκη»; Τι άλλο είναι; Δεν είναι τέλεια η νίκη όταν πετυχαίνεις τον σκοπό σου και μάλιστα χωρίς απώλειες; Μήπως δεν ήξεραν στο Υπουργείο ποιος ήταν ο σκοπός του «Αβέρωφ»; Η θαλάσσια κυριαρχία, αυτός δεν ήταν ο σκοπός;
Και ένα παραλειπόμενο από την πρώτη ναυμαχία. Σε εκείνη σκοτώθηκε, όπως είπαμε ήδη, ο Οιακιστής Κελευστής Νικόλαος Κουτσιντζάρης από την Πάρο. Δύο οβίδες, που μάλλον ήρθαν από την ακτή, είχαν χτυπήσει το επίστεγο του πλοίου, σκοτώνοντάς αυτόν και τραυματίζοντας τους Ναύτες Στούμπο και Δρούδε. Πριν τη ναυμαχία, είχε πει σους άλλους Οιακιστές ότι στον κωμό του είχε φυλαγμένες 100 δραχμές.
«Αν σκοτωθώ, να πάρετε τις 100 δραχμές, να κρατήσετε τα 50 για να πιείτε για την ψυχή μου, και τις άλλες 50 να τις στείλετε στην οικογένειά μου».
Σαν τελείωσε η μάχη, οι Οιακιστές πήγαν να βρουν τις 100 δραχμές, με σκοπό να τις στείλουν όλες στην οικογένειά του. Αλλά μία οβίδα που είχε χτυπήσει το κατάστρωμα της πλώρης, είχε καταστρέψει τα πάντα και δεν βρισκόταν τίποτα. Οι Οιακιστές, συγκινημένοι, έκαναν έρανο και στείλανε αυτοί τις εκατό δραχμές, και μετά την κηδεία, που έγινε την άλλη μέρα στο Μούδρο, ήπιανε και στην ψυχή του μακαρίτη άλλες πενήντα …
Κάντε Like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθείστε μας στο Twitter