Του Δημήτρη Βαλασίδη*
Η απελευθέρωση της Ελλάδος από την τριπλή κατοχή και η άφιξη στην Αθήνα της κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου στις 18 Οκτωβρίου του 1944, απετέλεσαν την αρχή μιας τραγικής για την Πατρίδα μας περιόδου, που διήρκησε πέντε ολόκληρα χρόνια. Τα γεγονότα της περιόδου αυτής, εκτός των πολλών δεινών που συσσώρευσαν στην χώρα, της στέρησαν την μοναδική ευκαιρία να διεκδικήσει από τους συμμάχους της ως νικήτρια δύναμη όλα τα δικαιούμενα.
Κατά την διάρκεια της Κατοχής, οι κομμουνιστικές δυνάμεις (ΕΑΜ-ΕΛΑΣ) απέφυγαν βάσει σχεδίου την ανοικτή και εκτεταμένη σύγκρουση με τους κατακτητές, μολονότι διέθεταν αξιόλογη στρατιωτική δύναμη, επαρκή οπλισμό και χρήματα που ελάμβαναν από τους Άγγλους για να κάνουν αντίσταση. Με την αποχώρηση των Γερμανών από νότο προς βορρά μέσω των οδικών αρτηριών, παρατηρείται μια αντίστροφη κίνηση των ελασιτών από βορρά προς νότο μέσω ορεινών διαδρομών. Ο αντικειμενικός τους σκοπός έγινε φανερός από τις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου. Η περίοδος του Δεκεμβρίου και των πρώτων ημερών του επομένου έτους, μέχρι την υπογραφή ανακωχής στις 11 Ιανουαρίου, είναι γνωστή ως «Δεκεμβριανά».
Tο άρθρο αυτό αναφέρεται κυρίως στις επιχειρήσεις των Εθνικών Δυνάμεων και του ΕΛΑΣ στην περιοχή της Αθήνας, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι δεν ήταν ουσιαστική και η συμμετοχή των βρεταννικών δυνάμεων στον αγώνα.
Πριν από τα Δεκεμβριανά
Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου, αφού ανασχηματίστηκε για να είναι πληρέστερη η εκπροσώπηση όλων των κομμάτων, ανέλαβε το δύσκολο έργο της ανόρθωσης της χώρας. Ταυτόχρονα είχε τεθεί αφ› ενός μεν το ζήτημα της τιμωρίας των συνεργατών του κατακτητή, αφ΄ ετέρου δε η μεθόδευση του αφοπλισμού των ανταρτών. Οι βάσεις πάνω στις οποίες εκινείτο η πολιτική του Παπανδρέου ήταν η συμφωνία της Καζέρτα, η οποία υπέτασσε όλες τις ελληνικές δυνάμεις (εθνικό στρατό και ανταρτικές ομάδες) υπό συμμαχική διοίκηση και συγκεκριμένα τον στρατηγό Σκόμπυ. Ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι πρέπει να υπάρχει «μια Πατρίδα, μια Κυβέρνηση, ένας Στρατός» και ότι για να γίνει αυτό μόνον ένας τρόπος υπάρχει: η κατάργηση του ταξικού και η δημιουργία Εθνικού Στρατού.
Αιτία της κρίσης ήταν ο αφοπλισμός των αντάρτικων ομάδων. Στις 5 Νοεμβρίου ο Παπανδρέου ανακοίνωσε, σε συμφωνία με τον στρατηγό Σκόμπυ, ότι ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ θα αποστρατευθούν ως τις 10 Δεκεμβρίου. Ακολούθησαν μακρές διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβερνήσεως και του ΕΑΜ. Στις 27 Νοεμβρίου ο Παπανδρέου ανακοίνωσε την συμφωνία στους εαμικούς υπουργούς Σβώλο, Τσιριμώκο, Ζεύγο για την αποστράτευση. Αντιδράσεις προκάλεσε, όμως, κυρίως στους αδιάλλακτους εντός του ΕΑΜ, το τελεσίγραφο της κυβέρνησης την 1η Δεκεμβρίου για γενικό αφοπλισμό, σύμφωνα με την πρόσφατη συμφωνία, η οποία προέβλεπε ότι θα εξαιρούνταν η Τρίτη Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος, με το σκεπτικό ότι ήταν το μόνο εν λειτουργία τμήμα του τακτικού Ελληνικού Στρατού. Στην διατήρηση ή διάλυσή της, όπως και του ΕΛΑΣ, θα επικεντρωθεί η κρίση που θα οδηγήσει στην δεκεμβριανή σύγκρουση. Η ηγεσία του ΕΑΜ είχε θέσει ως επιπλέον όρους συμφωνίας τον αφοπλισμό της Τρίτης Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου. Ως αντίδραση, οι υπουργοί που ανήκαν στο ΕΑΜ παραιτήθηκαν στις 2 Δεκεμβρίου του 1944 (εκτός του στρατηγού Σαρηγιάννη).
Την ίδια μέρα (2 Δεκεμβρίου), η ΚΕ του ΕΑΜ αποφάσισε τα παρακάτω:
Να απευθύνει έκκληση προς τις συμμαχικές κυβερνήσεις.
Να οργανώσει συλλαλητήριο στην πλατεία Συντάγματος στις 11.00 πμ της 3ης Δεκεμβρίου.
Γενική απεργία την επομένη με σκοπό την παράλυση του κράτους.
Ανασυγκρότηση της ΚΕ του ΕΛΑΣ. Η ενέργεια αυτή αποτελούσε επαναστατική πράξη, η οποία είχε σκοπό την δημιουργία στρατού ανεξάρτητου από την νόμιμη κυβέρνηση.
Οι δυνάμεις των αντιπάλων
Κατά την έναρξη των επιχειρήσεων, οι δυνάμεις των αντιπάλων ήταν οι εξής:
Κυβερνητικές δυνάμεις
. 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία (ΕΟΤ) υπό τον Συνταγματάρχη Θρασύβουλο Τσακαλώτο, με 205 Αξιωματικούς, 2.530 Οπλίτες και 34 όλμους.
. Ελληνική Βασιλική Χωροφυλακή με 3.000 άνδρες.
. Αστυνομία Πόλεων με 2.500 άνδρες.
. Ανασυσταθείσα Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων με 256 Αξιωματικούς, Υπαξιωματικούς και Ευέλπιδες.
. Πυρήνες των 101,141 και 142 Ταγμάτων Εθνο-φυλακής.
. 400-600 άνδρες του Βασιλικού Ναυτικού.
. 200 άνδρες της οργάνωσης «Χ» υπό τον Αντισυνταγματάρχη Γεώργιο Γρίβα.
. 300-400 άνδρες άλλων εθνικών οργανώσεων (ΡΑΝ, ΠΕΑΝ, κλπ).
Συνολική δύναμη: 9.500-10.000 άνδρες.
Δυνάμεις του ΕΛΑΣ
. Α’ Σώμα Στρατού υπό τον Πυριόχο με την 1η ταξιαρχία (2 συντάγματα με 2.950 άνδρες), την 2η ταξιαρχία (2 συντάγματα με 2.950 άνδρες), το 5ο σύνταγμα με 1.000 άνδρες, το 6ο συνταγμα με 1.600 άνδρες και μηχανοκίνητο τμήμα 250 ανδρών.
. 2η Μεραρχία με 2 συντάγματα (2.500 άνδρες).
. 1 Σύνταγμα της 3ης μεραρχίας.
. 2 Συντάγματα της 13ης μεραρχίας.
. ΕΠΟΝ
. Εφεδρικός ΕΛΑΣ με 10-15.000 άνδρες.
. ΕΛΑΝ
. Εθνική Πολιτοφυλακή
. ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκού Αγώνα).
Συνολική δύναμη: 25-30.000 άνδρες και γυναίκες.
Το σχέδιο ενέργειας των κυβερνητικών δυνάμεων προέβλεπε την διατήρηση των θέσεών τους και την ασφάλεια των κυβερνητικών εγκαταστάσεων.
Το σχέδιο του ΕΛΑΣ προέβλεπε σε πρώτη φάση την κατάληψη των αστυνομικών τμημάτων και άλλων μικρών φρουρών των Σωμάτων Ασφαλείας που ήταν διασπαρμένα σε όλη την Αθήνα. Σκοπός ήταν η εξουδετέρωση των εστιών αντιστάσεως και ο περιορισμός της δράσης των τμημάτων που δεν θα είχαν καταληφθεί. Η δεύτερη φάση περιελάμβανε την κατάληψη ισχυροτέρων θέσεων όπως αυτές του Συντάγματος Χωροφυλακής Μακρυγιάννη, το Στρατόπεδο Γουδή, η Σχολή Χωροφυλακής, η Σχολή Ευελπίδων κλπ.
Μετά την επίτευξη αυτών των αντικειμενικών σκοπών, σε τρίτη φάση θα γινόταν η εκκαθάριση μικρών εστιών αντιστάσεως.
Δεν προέβλεπε ενέργειες κατά των Βρεταννών, γιατί αφ’ενός μεν δεν ήθελαν να τους προκαλέσουν και αφ’ετέρου εκτίμησαν λανθασμένα ότι θα τηρούσαν ουδέτερη στάση.
Η πρώτη επιθετική ενέργεια
Από τις αποφάσεις του ΕΑΜ της 2ας Δεκεμβρίου, έγινε φανερό ότι η συγκέντρωση στο Σύνταγμα, η γενική απεργία και η ανασυγκρότηση της ΚΕ του ΕΛΑΣ ήταν αλληλένδετες ενέργειες, με σκοπό την έναρξη της κομμουνιστικής στάσης.
Το συλλαλητήριο της 3ης Δεκεμβρίου απεδείχθη ότι δεν ήταν μια ενέργεια διαμαρτυρίας, αλλά η πρώτη επιθετική κομμουνιστική ενέργεια. Αυτό έγινε κατανοητό από την κυβέρνηση, η οποία, ενώ αρχικά είχε δώσει την άδεια για την πραγματοποίησή του, αναγκάστηκε στις 2 Δεκεμβρίου να το απαγορεύσει.
Στις 10.00, οι διαδηλωτές του συλλαλητηρίου, περιφρουρούμενοι από ενόπλους εαμίτες, πλησίαζαν στην πλατεία Συντάγματος. Στην Βασιλίσσης Αμαλίας, ο επικεφαλής της αστυνομικής δύναμης συνέστησε στο πλήθος να μην προχωρήσει, αλλά δεν εισακούστηκε με αποτέλεσμα οι αστυνομικοί να οπισθοχωρήσουν. Στις 10.30, στην διασταύρωση Βασ. Σοφίας, Αμαλίας και Πανεπιστημίου άρχισαν οι συμπλοκές σώμα με σώμα και σκοτώθηκε ένας αστυνομικός από χειροβομβίδα που έριξε διαδηλωτής. Την ίδια ώρα, διαδηλωτές κινήθηκαν με σκοπό να καταλάβουν το κτίριο της αστυνομικής διεύθυνσης. Οι 20 αστυνομικοί της φρουράς αναγκάστηκαν για λόγους αυτοάμυνας να κάνουν χρήση των όπλων τους, προκειμένου να υπερασπιστούν το κτίριο και να μην συλληφθούν από τους διαδηλωτές. Τα επεισόδια συνεχίστηκαν μέχρι το μεσημέρι, με νεκρούς και τραυματίες και από τις δύο πλευρές. Το απόγευμα ο Γ. Παπανδρέου κατήγγειλε το ΚΚΕ και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ως στασιαστές, ενώ η ηγεσία του ΕΛΑΣ διέταξε την εφαρμογή του σχεδίου για την κατάληψη της Αθήνας.
Κατά το συλλαλητήριο, σκοτώθηκε στην είσοδο της Αστυνομικής Διευθύνσεως ένας υπαρχιφύλακας και τραυματίστηκαν άλλοι 4 αστυνομικοί. Σύμφωνα με το ΕΑΜ, οι νεκροί διαδηλωτές ήταν 21 και οι τραυματίες 140.
Όσον αφορά τα θύματα της ημέρας εκείνης, πρέπει να σημειωθούν τα παρακάτω:
Αν οι αστυνομικοί πυροβολούσαν αδιακρίτως το πλήθος, τα θύματα θα ήταν χιλιάδες και όχι μερικές δεκάδες.
Θύματα δεν υπήρξαν στο σημείο όπου πρωτοσυναντήθηκαν οι δυνάμεις της τάξεως με τους διαδηλωτές.
Εβλήθησαν την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή μόνον αυτοί που επεχείρησαν την κατάληψη του Αρχηγείου και της Διεύθυνσης της Αστυνομίας. Γι’ αυτό ο αριθμός των θυμάτων ήταν σχετικά μικρός.
Οι αστυνομικοί πυροβόλησαν με διαταγή του αρχηγού της Αστυνομίας Άγγελου Έβερτ, κατόπιν αποφάσεως της κυβερνήσεως να μην μείνει ανυπεράσπιστο το κράτος.
Τα ντοκουμέντα στοιχεία ανατρέπουν την τρέχουσα ιστορική άποψη γύρω από την έναρξη των συγκρούσεων τον Δεκέμβριο του 1944. Η κλασσική αριστερή άποψη υποστηρίζει ότι η κυβερνητική παράταξη ευθύνεται γιά την έναρξη των συγκρούσεων με το αιματοκύλισμα του συλλαλητηρίου του ΕΑΜ στις 3/12/44. Σύμφωνα, όμως, με μια διαταγή του Γενικού Στρατηγείου του Ε.Λ.Α.Σ της ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ημέρας, διατάσσεται «… επίθεση κατά του Ζέρβα και… διάλυση της εθνοφυλακής καθ› άπασαν Ελλάδα…». Την διαταγή υπογράφει ο Γιώργης Σιάντος, ο τότε ηγέτης του ΚΚΕ.
Αρχίζουν οι μάχες
Την επόμενη ημέρα τα ξημερώματα, στην περιοχή του Θησείου, διεξήχθη η πρώτη μάχη ανάμεσα σε λόχο του ΕΛΑΣ και το σύνολο της Οργάνωσης Χ (200 περίπου άνδρες) που έδρευε στην περιοχή. Η μάχη διήρκεσε μερικές ώρες και ο ΕΛΑΣ κατέβαλε την άμυνα των αντιπάλων του, όμως οι Βρεταννοί επενέβησαν και μετέφεραν τον αρχηγό της Οργάνωσης Χ Γεώργιο Γρίβα και τους άνδρες του στο ελεύθερο κέντρο της Αθήνας. Μετά την κατάληψη του Θησείου, το μόνο εμπόδιο προς την πλατεία Συντάγματος ήταν πλέον το Σύνταγμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη.
Την ίδια ημέρα, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ προχώρησαν σε κατάληψη όλων των αστυνομικών τμημάτων στον Πειραιά, αλλά δεν μπόρεσαν να καταλάβουν την Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Στην Αθήνα κατέλαβαν τα 17 από τα 23 αστυνομικά τμήματα, καθώς και τις φυλακές στην αρχή της λεωφόρου Βουλιαγμένης.
Την νύχτα της 4ης προς 5η Δεκεμβρίου, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιχείρησαν την κατάληψη των φυλακών Συγγρού. Η επίθεση ανακόπηκε μετά από παρέμβαση των Βρεταννών, που χρησιμοποίησαν τεθωρακισμένα οχήματα. Παρόμοια εξέλιξη είχε η επίθεση στις φυλακές Χατζηκώστα που έληξε με παρέμβαση των Βρεταννών. Στις 5 Δεκεμβρίου, ο ΕΛΑΣ κατέλαβε την Γενική Ασφάλεια Αθηνών και συνέλαβε μερικούς αιχμάλωτους, ενώ οι περισσότεροι αστυνομικοί που υπεράσπιζαν το κτήριο φυγαδεύτηκαν από αγγλικά άρματα. Επίσης το 4ο σύνταγμα του ΕΛΑΣ κατέλαβε την έδρα της Ανώτατης Διοίκησης Χωροφυλακής Ελλάδος και αιχμαλώτισε 80 περίπου αξιωματικούς της χωροφυλακής. Στις 6 Δεκεμβρίου, ο ΕΛΑΣ μετά από διήμερη πολιορκία κατέλαβε την Ειδική Ασφάλεια Αθηνών και πυρπόλησε το κτίριο.
Η μάχη του Μακρυγιάννη
Στις 6 Δεκεμβρίου, ολόκληρη σχεδόν η Αθήνα ήταν στα χέρια των κομμουνιστών. Τα μόνα κέντρα αντιστάσεως ήταν το Σύνταγμα Χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη, η Σχολή Χωροφυλακής (Λεωφόρος Μεσογείων) και το Στρατόπεδο Γουδή με την 3η ΕΟΤ.
Το Σύνταγμα Μακρυγιάννη θεωρήθηκε, από την ηγεσία του ΕΛΑΣ, ως το τελευταίο εμπόδιο προς την πλατεία Συντάγματος και επομένως την κατάληψη της εξουσίας. Από την άλλη πλευρά, οι υπερασπιστές του εγνώριζαν ότι ο αγώνας τους ήταν σκληρός και άνισος αλλά ήταν υπέρ πάντων. Η δύναμη ήταν 100 Αξιωματικοί (88 της Χωροφυλακής και 12 του Στρατού) και 430 οπλίτες. Η δύναμη αυτή, εκτός από το προσωπικό του Συντάγματος, προερχόταν και από άλλες αστυνομικές υπηρεσίες της Αττικής και της επαρχίας. Ο οπλισμός και τα πυρομαχικά δεν ήταν αρκετά για να αντιμετωπήσουν μια τόσο μεγάλη επίθεση. 300 τυφέκια, 15 υποπολυβόλα, 3 οπλοπολυβόλα, 1 πολυβόλο, 3 όλμοι με ελάχιστα βλήματα και 2 αντιαρματικά πυροβόλα.
Την ίδια ημέρα, παρουσιάστηκε εθελοντικά στο Σύνταγμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη ο Αντισυνταγματάρχης Πεζικού Κωνσταντίνος Κωστόπουλος. Ο Αντισυνταγματάρχης ήταν καθηγητής της Σχολής Χωροφυλακής και υπερασπιστής των οχυρών Μεταξά το 1940-41. Κατά την μάχη της Φλώρινας, ως διοικητής ταξιαρχίας, υπερασπίστηκε την πόλη εναντίον των κομμουνιστών. «Η Πατρίς κινδυνεύει και ήρθα να πολεμήσω εδώ ως απλός στρατιώτης. Με δέχεσθε;» Ο υποδιοικητής του Συντάγματος Αντισυνταγματάρχης Ευάγγελος Σοφράς του απήντησε: «Σε έστειλε ο Άγιος Νικόλαος».
Ως ειδικός στις μάχες εντός φρουρίων και τις οδομαχίες, παρουσίασε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αμύνης των εγκαταστάσεων και ανέλαβε την διεύθυνση των πολεμικών επιχειρήσεων. Το σχέδιο προέβλεπε τρεις γραμμές αμύνης:
. 1η Γραμμή Αμύνης (εξωτερική), με 7 φυλάκια εγκατεστημένα σε παρακείμενες οικίες. Τα φυλάκια αυτά θα εμπόδιζαν τον εχθρό να πλησιάσει το στρατόπεδο.
. 2η Γραμμή Αμύνης, που ήταν η περίφραξη του στρατοπέδου. Αν τμήμα της περίφραξης έπεφτε στα χέρια του ΕΛΑΣ, θα έπρεπε να επέμβει η εφεδρεία για την ανακατάληψή του.
. 3η Γραμμή Αμύνης αποτελούσαν τα κτίρια, στα οποία θα δινόταν η τελική μάχη. Οι μαχητές ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν από θάλαμο σε θάλαμο. Στην ταράτσα του κεντρικού κτιρίου εγκαταστάθηκε παρατηρητήριο και ένα οπλοπολυβόλο.
Η δύναμη του ΕΛΑΣ ήταν αρχικά ένα σύνταγμα των 1.500 ανδρών με τυφέκια, οπλοπολυβόλα και πολλά εκρηκτικά.
Στις 05:45 της 6ης Δεκεμβρίου, ξεκίνησε η σκληρότερη αλλά και αποφασιστικώτερη μάχη των Δεκεμβριανών. Ξεκίνησε με σφοδρό βομβαρδισμό και πυκνά πυρά πεζικού από πολλές κατευθύνσεις. Παρά την σθεναρή αντίσταση, οι Ελασίτες κατέλαβαν 4 φυλάκια. Όσοι υπερασπιστές τους δεν σκοτώθηκαν ή δεν συμπτύχθηκαν προς το στρατόπεδο, συνελήφθησαν, διαπομπεύθηκαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν. Συνεχίζοντας την επίθεση, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ προσπάθησαν ανεπιτυχώς να ανατινάξουν με εκρηκτικά μέρος της περίφραξης. Σοβαρή επίπτωση στο ηθικό τους είχε η ανατίναξη, από βολή πυροβόλου, των εκρηκτικών που μετέφεραν σε ένα φυλάκιο που είχαν καταλάβει και ο θάνατος των 70 συντρόφων τους που τα συνόδευαν.
Οι απώλειες των αμυνομένων κατά την πρώτη ημέρα ήταν σημαντικές. 14 νεκροί, 33 τραυματίες και 41 αγνοούμενοι. Βεβαίως οι Ελασίτες είχαν πολύ μεγαλύτερες απώλειες. Ο διευθύνων τις επιχειρήσεις αντισυνταγματάρχης Κωστόπουλος, το πρωί της επομένης εξέδωσε ημερησία διαταγή, η οποία μεταξύ των άλλων έγραφε: «Θα διατηρώ την ανάμνησιν ότι εις την μάχην της 6ης Δεκεμβρίου 1944 η Βασιλική Χωροφυλακή έδειξε μαχητικότητα πολύ καλλιτέραν από αυτού του Πεζικού εις το οποίον ανήκω. Σας συγχαίρω και σας ευχαριστώ».
Την επομένη, οι επιτιθέμενοι αρκέστηκαν σε πυρά παρενόχλησης και προπαρασκευή νέων επιθέσεων. Τις νυκτερινές ώρες της 7ης προς 8ης Δεκεμβρίου, οι επιτιθέμενοι ανατίναξαν μέρος του νοτίου τμήματος της περίφραξης και την 9η ακόμη ενός τμήματος. Την 8η Δεκεμβρίου, οι υπερασπιστές του Μακρυγιάννη με αιφνιδιαστική αντεπίθεση ανακατέλαβαν δύο φυλάκια, συνέλαβαν 50 αιχμαλώτους και παρέλαβαν πολλά όπλα και πυρομαχικά.
Στις 9 του μηνός, οι κομμουνιστές δέχθηκαν την ενίσχυση ενός τάγματος, ενός λόχου και δύο πυροβόλων και το πρωί της επομένης εξαπέλυσαν σφοδρότατη επίθεση, αλλά μέχρι την 18:00 αποκρούστηκαν από τους αμυνόμενους.
Την νύκτα της 11ης προς 12η Δεκεμβρίου, μετά από την άφιξη νέων ενισχύσεων, οι αντάρτες επιχείρησαν νέα αιφνιδιαστική επίθεση και γι’ αυτό δεν προηγήθηκε προπαρασκευή πυροβολικού. Όμως οι αμυνόμενοι, λόγω του άριστου συστήματος πληροφοριών που διέθεταν, περίμεναν την ενέργεια. Στις 20.00, ένας λόχος με 100 άνδρες προσπάθησε να εισβάλει από το ρήγμα της νότιας περίφραξης, αλλά έπεσε σε νάρκες και τα πυρά των αμυνομένων και αναγκάστηκε να υποχωρήσει, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 50 νεκρούς. Το ίδιο ανεπιτυχής ήταν και η προσπάθεια που έγινε δύο ώρες μετά. Τα μεσάνυχτα, από ρήγμα που δημιούργησαν στην δυτική περίφραξη δύο δυναμιτιστές, προσπάθησαν να διεισδύσουν κρυφά ομάδες Ελασιτών. Όμως φωτιστικά βλήματα μετέτρεψαν την νύκτα σε μέρα και επέτρεψαν στους χωροφύλακες να κατατροπώσουν τους εισβολείς που είχαν τρομερές απώλειες.
Στις 12 Δεκεμβρίου, σταμάτησαν οι επιθέσεις. Μέχρι την 15η του μηνός κάποιες προσπάθειες των κομμουνιστών έπεσαν στο κενό. Η μάχη του Μακρυγιάννη είχε χαθεί για τον ΕΛΑΣ. Το οχυρό, παρά την μικρότερη δύναμή του και τον κατώτερο εξοπλισμό του, άντεξε.
Η μάχη του Συντάγματος Χωροφυλακής Μακρυγιάννη ήταν μια σκληρή και συνεχής μάχη με πολλούς νεκρούς και τραυματίες και από τους δύο αντιμαχόμενους. 33 νεκροί και 120 τραυματίες ήταν ο φόρος αίματος των αγωνιστών του Μακρυγιάννη. Οι Ελασίτες είχαν πολύ μεγαλύτερες απώλειες.
Η νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων συνέβαλε σημαντικά στο να μείνει ελεύθερο το μικρό κομμάτι της Αθήνας, στο οποίο είχαν έδρα η ελληνική κυβέρνηση και οι περισσότερες ξένες αποστολές. Μετά την νίκη αυτή άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για το κομμουνιστικό κίνημα.
Οι Ευέλπιδες αντιστέκονται
Η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων επαναλειτούργησε αμέσως μετά την Απελευθέρωση (19 Οκτωβρίου 1944), με μαθητές τους Ευέλπιδες Ι και ΙΙ τάξης που φοιτούσαν πριν από τον πόλεμο. Στις 9 Δεκεμβρίου, ένα σύνταγμα του ΕΛΑΣ συν ένα τάγμα και δύο αντιαρματικά πυροβόλα, πραγματοποίησε επίθεση στην Σχολή Ευελπίδων, στον χώρο της οποίας βρίσκονταν 23 αξιωματικοί και 183 ευέλπιδες. Τα πυρομαχικά των Ευελπίδων τελείωναν, ενώ ο ανεφοδιασμός και η επικοινωνία ήταν αδύνατη. Η πολιορκία λύθηκε μετά από τρεις ημέρες και το προσωπικό της σχολής μεταφέρθηκε στα ανάκτορα. Απώλειες δύο νεκροί (Υπολοχαγός Αθανάσιος Ράντος και Εύελπις Δημήτριος Πούλος) και 17 τραυματίες.
Οι άλλες μάχες
Την νύκτα της 6ης προς 7η Δεκεμβρίου, οι Ελασίτες πολιόρκησαν το τάγμα μετεκπαιδεύσεως, το αρχηγείο της Χωροφυλακής, το αστυνομικό τμήμα Πλάκας, το τμήμα μεταγωγών,την γενική ασφάλεια, το μηχανοκίνητο τμήμα της ΑΠ, ενώ εγκαταστάθηκαν με ισχυρές δυνάμεις βορείως του στρατοπέδου Γουδή και δυτικώς της Σχολής Χωροφυλακής, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψή τους.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 7ης Δεκεμβρίου, μετά από προπαρασκευή με πυκνά πυρά όλμων, εκδηλώθηκε η επίθεση του ΕΛΑΣ κατά της σχολής Χωροφυλακής και του στρατοπέδου Γουδή (3η ΕΟΤ). Μετά από σθεναρή άμυνα της Χωροφυλακής και των Ριμινιτών, οι επιτιθέμενοι υποχώρησαν, εγκαταλείποντας στο πεδίο της μάχης 80 νεκρούς. Την ίδια ημέρα, στο κέντρο της Αθήνας, συνεχίστηκαν οι μάχες χωρίς αποτέλεσμα για τον ΕΛΑΣ. Η 3η ΕΟΤ αντεπιτιθέμενη επέτυχε να διευρύνει την ελεγχόμενη από αυτήν περιοχή και να συλλάβει 280 αντάρτες.
Στις 10 Δεκεμβρίου, οι Ελασίτες, αφού δέχθηκαν ισχυρές ενισχύσεις, επεχείρησαν και πάλι ανεπιτυχώς να καταλάβουν την Σχολή Χωροφυλακής και το Γουδί. Στο κέντρο της Αθήνας προσπαθούσαν να προωθήσουν τις θέσεις τους επιτιθέμενοι σε σημεία αντιστάσεως των Σωμάτων Ασφαλείας και συμπλεκόμενοι με ομάδες νομιμοφρόνων πολιτών, όπως αυτή που κατείχε το Χημείο (οδός Σόλωνος).
Ο ΕΛΑΣ επέτυχε την 11η Δεκεμβρίου να ελέγχει την λεωφόρο Συγγρού, την μόνη οδό επικοινωνίας της πρωτεύουσας με τον Πειραιά. Σε σύσκεψη το βράδυ της ίδιας ημέρας, η βρεταννική διοίκηση αποφάσισε προ της δυσμενούς καταστάσεως να εγκαταλείψει την Αθήνα στα χέρια του ΕΛΑΣ.
Ο διοικητής της 3ης ΕΟΤ Θρασύβουλος Τσακαλώτος αντέδρασε, δηλώνοντας ότι αυτός και οι άνδρες τους δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και ότι θα πολεμήσουν, έστω και μόνοι. Η γενναία στάση του ήρωα Αξιωματικού, σε συνδυασμό με την άφιξη ενισχύσεων, ανέτρεψε την απόφαση της διοίκησης.
Στις 14 Δεκεμβρίου, μετά την σύμπτυξη του μηχανοκινήτου τμήματος, της γενικής ασφάλειας και της τροχαίας, ελάχιστα τμήματα αντιστέκονταν και οι Ελασίτες κατείχαν περισσότερο από τα εννέα δέκατα της Αθήνας και ήταν σε απόσταση αναπνοής από το κέντρο. Την ίδια ημέρα, άρχισε η συγκρότηση νέων Ταγμάτων Εθνοφυλακής, τα οποία σύντομα ανέλαβαν δράση. Στις 18 του μηνός, Τάγμα Εθνοφυλακής κατέλαβε τον Λυκαβηττό, όπου εγκαταστάθηκαν πυροβόλα για την υποστήριξη των επιχειρήσεων στο κέντρο. Την ίδια ημέρα, άρχισαν οι αποφασιστικές επιχειρήσεις κατά του ΕΛΑΣ σε συνοικίες της Αθήνας.
Εκρηκτικά στην «Μεγάλη Βρεταννία»
Την νύχτα της 23ης προς 24η Δεκεμβρίου, δυνάμεις του ΕΛΑΣ προχώρησαν στην υλοποίηση σχεδίου που στόχευε στην ανατίναξη του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρεταννία», όπου διέμεναν η ελληνική κυβέρνηση, το βρεταννικό επιτελείο και πολλές διπλωματικές αποστολές, μεταξύ των οποίων και των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ. Για τον σκοπό αυτόν, παγιδεύτηκε με εκρηκτικά υπόνομος, που κατέληγε δίπλα στα θεμέλια του κτιρίου. Η έκρηξη αναβλήθηκε προσωρινά λόγω της άφιξης του Τσώρτσιλ στην Ελλάδα και στο διάστημα αυτό Άγγλοι εντόπισαν και απενεργοποίησαν τα εκρηκτικά.
Το τέλος των επιχειρήσεων
Από την 28η Δεκεμβρίου, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει. Με γενική επίθεση κατά του ΕΛΑΣ άρχισε η εκκαθάριση της Αθήνας. Η 3η ΕΟΤ επετέθη από το Γουδή προς νότον. Την επομένη, δόθηκε η τελευταία μάχη των ανταρτών, στην οποία ηττήθηκαν με πολλές απώλειες σε προσωπικό και οπλισμό. Οι Ελασίτες έχασαν πλέον την επιθετική πρωτοβουλία και περιορίσθηκαν σε ελαστική άμυνα.
Τελικά, στις 6 Ιανουαρίου του 1945, οι δυνάμεις του ΕΑΜικού μετώπου αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τον Πειραιά και την Αθήνα, παραλαμβάνοντας χιλιάδες πολίτες ως ομήρους. Πέντε μέρες αργότερα, στις 11 Ιανουαρίου, οι μάχες τερματίστηκαν, μετά από συμφωνία του Ε.Α.Μ. με τον στρατηγό Σκόμπυ. Μετά την ήττα του, ο ΕΛΑΣ (υπο την ηγεσία του Σιάντου) αποχώρησε από την Αθήνα, μαζί με χιλιάδες υποστηρικτές του, καθώς και με χιλιάδες ομήρους, αμάχους και μη.
Στις 12 Φεβρουαρίου 1945, μετά από συζητήσεις δέκα ημερών μεταξύ κυβέρνησης και ΚΚΕ-ΕΛΑΣ, υπεγράφη η συμφωνία της Βάρκιζας. Έτσι έκλεισε μια αιματηρή περίοδος, αλλά, δυστυχώς, ακολουθεί ο 3ος γύρος.
Ο τραγικός απολογισμός
Ο αστικός πολιτικός κόσμος της εποχής κατηγόρησε την ηγεσία του ΕΑΜ και το ΚΚΕ για υπαναχώρηση, όσον αφορά τον αφοπλισμό των ανταρτικών ομάδων, και για προσχηματική αρχική συμφωνία, την οποία αρκετοί τότε απέδωσαν στο ότι αναμένονταν στην Ελλάδα πολύ περισσότερες συμμαχικές (Βρεταννικές) δυνάμεις από αυτές που τελικά ήρθαν. Επίσης, το ΕΑΜ κατηγόρησε τους αντιπάλους του για επέμβαση ξένων δυνάμεων στα ελληνικά πολιτικά πράγματα.
Μεγάλο μέρος της Αθήνας είχε μετατραπεί σε ερείπια και πολλοί άμαχοι έχασαν την ζωή τους από τις μάχες που διεξάγονταν στους δρόμους της Αθήνας, αλλά και από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς των Άγγλων.
Κατά την διάρκεια των Δεκεμβριανών, μέλη της οργάνωσης ΟΠΛΑ δολοφόνησαν έναν αριθμό αντιφρονούντων, υποστηρικτών του αστικού καθεστώτος, αλλά και αμφισβητιών της επίσημης κομματικής γραμμής του ΚΚΕ , μεταξύ των οποίων και γύρω στους 50 τροτσκιστές/αρχειομαρξιστές, οι οποίοι χαρακτήριζαν τα Δεκεμβριανά ως σταλινικό πραξικόπημα. Στην περιοχή των διϋλιστηρίων της ΟΥΛΕΝ έλαβαν χώρα εκτελέσεις. Ανάμεσα στα θύματα της ΟΠΛΑ ήταν η ηθοποιός Ελένη Παπαδάκη και ο πρύτανις του ΕΜΠ Ιωάννης Θεοφανόπουλος.
Τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944 στην Αθήνα θεωρούνται από μια πλευρά των ιστορικών ως η δεύτερη φάση της ανταρσίας (ο «δεύτερος γύρος» κατά την μεταπολεμική οπτική) και οδήγησαν στην τρίτη φάση («τρίτο γύρο»), που τερματίστηκε το 1949 με την στρατιωτική ήττα του ΚΚΕ. Η σύγκρουση των Δεκεμβριανών, καθώς και οι περιπτώσεις ακραίας βίας, όχι μόνο κατά δοσίλογων αλλά και κατά υποστηρικτών της κυβέρνησης και του αστικού καθεστώτος, αύξησε το αντικομμουνιστικό μένος της αντίπαλης πλευράς και έκανε πολύ δύσκολη την προοπτική της άμβλυνσης των παθών για πάρα πολλά χρόνια.
Στον πιο αποδεκτό «πίνακα απωλειών» των αντιμαχόμενων πλευρών, οι εθνικές δυνάμεις είχαν 3480 νεκρούς (889 ανήκαν στην χωροφυλακή και την αστυνομία και 2540 στα στρατιωτικά τμήματα) και πολλούς αιχμαλώτους. Οι απώλειες του ΕΛΑΣ υπολογίστηκαν στους 2-3 χιλιάδες νεκρούς και 7-8 χιλιάδες αιχμαλώτους.
Μέχρι τις 25 Δεκεμβρίου, ο αριθμός των συλληφθέντων από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ φθάνει τις 8.000, οι οποίοι με την αποχώρησή τους από την Αθήνα ξεπερνούν τις 15.000 όμηρους. Δύο χιλιάδες περίπου από αυτούς εκτελέστηκαν. Οι λεηλασίες ως κόστος ξεπέρασαν το ένα δισεκατομμύριο δραχμές της εποχής και κάηκαν ή ανατινάχθηκαν περισσότερες από 200 οικίες.
Στην απόφαση της 11ης ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ αναφέρεται: «Η σύλληψη αμάχων, έστω και σαν μέτρο άμυνας κατά του άγριου διωγμού και ομηρίας από μέρους των Παπανδρέου-Σκόμπυ, ήταν σοβαρό πολιτικό λάθος».
*Συνταγματάρχου ε.α. και οικονομολόγου, Γενικού γραμματέως της Ελληνικής Ακαδημίας Διοίκησης Επιχειρήσεων, συγγραφέως συγγραμμάτων περί στρατηγικής
Κάντε Like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθείστε μας στο Twitter