Ο βίος του Φριτς Σούμπερτ ξεκινάει στο Ντόρτμουντ, στις 21 Φεβρουαρίου του 1897, όπου γεννήθηκε από γονείς Γερμανών εργατών. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου πολεμάει για τη Γερμανία. Στο τέλος των μαχών βρέθηκε στη Σμύρνη ως μέλος γερμανικών αποστολών ειδικευμένου προσωπικού που αναδιοργάνωσε και ηγήθηκε οθωμανικών στρατιωτικών τμημάτων στην απόκρουση επιθέσεων της Αντάντ. Τον Ιανουάριο του 1934 ο Σούμπερτ έγινε μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος (NSDAP) . Το στρατιωτικό του μητρώο σχετικά με την υπηρεσία του στην Ελλάδα βρέθηκε στα γερμανικά αρχεία της Βέρμαχτ. Ήταν παντρεμένος, το ζευγάρι δεν είχε παιδιά, η σύζυγός του το 1950 απευθύνθηκε στις γερμανικές αρχές για να μάθει τι απέγινε ο άντρας της.
Μιλούσε καλά ελληνικά, τουρκικά, ιταλικά και αραβικά, ενώ το 1941 και όντας ήδη υπαξιωματικός της Στρατιωτικής Αστυνομίας (Feldgendarmerie) μετατέθηκε στα Χανιά, στην Περιφερειακή Διοίκηση Ρεθύμνου, με την ιδιότητα του διερμηνέα. Η σκοτεινή φυσιογνωμία του Σούμπερτ έσπειρε τον φόβο στο φόντο των αποφάσεων για αντίποινα στη μεγαλόνησο μετά τη Μάχη της Κρήτης (20-30 Μαΐου 1941). Ακόμη και η μεταπολεμική του καταδίκη οδήγησε σε μια διαμάχη την Κρήτη και τη Μακεδονία, αφού έριζαν μετά το τέλος του πολέμου για τη διοργάνωση του τελετουργικού εκτέλεσης της ποινής!
Στη Κρήτη
Ο Σούμπερτ με το βαθμό του δεκανέα, βρέθηκε το καλοκαίρι του 1941στην Κρήτη, και συγκεκριμένα στο Ρέθυμνο όπου έκανε το διερμηνέα του Γερμανού φρούραρχου της πόλης,. Η αιματηρή του διαδρομή στην Κρήτη ξεκινάει απ’ το χωριό Όρος του Ρεθύμνου. Στις 28 Αυγούστου του ’41 τέσσερις Γερμανοί κι ένας γερμανοντυμένος Κρητικός ζήτησαν να δουν τον πρόεδρο της Κοινότητας του Όρους, Παντελή Παπαδάκη. Εκείνος, νομίζοντας πως τον ζητούσαν για υπηρεσιακούς λόγους, κίνησε να τους δει και αμέσως τον τραυμάτισαν θανάσιμα , επικεφαλής της φονικής ομάδας ήταν ο Σούμπερτ.
Το φθινόπωρο του 1941 μετατέθηκε απ’ το Ρέθυμνο στο Ηράκλειο με την τριπλή ιδιότητα του στρατιωτικού – διερμηνέα – κατασκόπου για λογαριασμό πάντα της γερμανικής υπηρεσίας κατασκοπείας και αντικατασκοπίας Abwehr III.
Τον Ιούνιο του 1942 με εντολή του Μπρόιερ ο Φριτς ο Σούμπερτ συγκρότησε το Ελληνικό «Σώμα Κυνηγών», (Jagdkommando Schubert) (στελεχώθηκε από 150 -200 ντόπιους γερμανόφιλους δωσίλογους αλλά και εγκληματίες βαρυποινίτες από φυλακές της Κρήτης) .Όντας μέλος της Μυστικής Στρατιωτικής Αστυνομίας τοποθετήθηκε επικεφαλής αυτής της ομάδας των γερμανοντημένων (Ελλήνων), με βάση στο χωριό Αυγενική από όπου προέβαιναν σε εκτελέσεις, βασανιστήρια και λεηλασίες σε όλους τους νομούς της κατεχόμενης Κρήτης.
Έως τον Οκτώβριο του 1944 οι σουμπερίτες επιδίδονταν σε δολοφονικές επιδρομές σε επιθέσεις εναντίον αμάχων, σε ξυλοδαρμούς, σε βασανιστήρια, σε εκτελέσεις , σε εμπρησμούς λεηλασίες και καταστροφές πολλών χωριών της Κρήτης.
Τα εγκλήματα του Σούμπερτ και της ομάδας του προκάλεσαν τις διαμαρτυρίες των κατοίκων προς τις γερμανικές αρχές του Ηρακλείου με αποτέλεσμα ο φρούραρχος, στρατηγός Φρίντριχ-Βίλχελμ Μύλλερ να διατάξει τη σύλληψη του. Τελικά όμως ο Σούμπερτ όχι μόνο αποφυλακίστηκε το φθινόπωρο του 1943, και ενώ είχε παραμείνει στη φυλακή μόλις ένα μήνα, αλλά και προήχθη από τον Μπρόιερ σε επιλοχία. Ο τελευταίος μάλιστα όταν ο πρωτοσύγκελος Ψαλιδάκης διαμαρτυρήθηκε για την αποφυλάκιση του Σούμπερτ δήλωσε ενθουσιασμένος με το έργο του χαρακτηρίζοντας τον Γερμανό υπαξιωματικό ως έναν από τους καλύτερους του γερμανικού στρατού και δηλώνοντας ότι ήταν απαραίτητος για την ασφάλεια των γερμανικών στρατευμάτων μέσω της τρομοκράτησης των κατοίκων.
Μέχρι τις αρχές του 1944 η Καταδιωκτική Ομάδα Σούμπερτ προέβει στην εκτέλεση περισσότερων από 200 ανθρώπων σε διάφορα χωριά της Κρήτης: στην Καλή Συκιά, στον Καλλικράτη, στο Μουρί κ.α. Την Πρωτοχρονιά του 1944 μια ομάδα ανταρτών του ΕΛΑΣ που βρισκόταν στο χωριό Μεσκλά δέχθηκε επίθεση από ένα απόσπασμα του Σούμπερτ. Στη διάρκεια της μάχης που επακολούθησε οχτώ μέλη της ομάδας του Σούμπερτ σκοτώθηκαν. Στη συνέχεια η γερμανική διοίκηση αποφάσισε τη διάλυση της Jagdkommando Schubert και ο Σούμπερτ με διαταγή του Μπρόιερ συνελήφθη, κρατήθηκε και χαρακτηρίστηκε ψυχοπαθής και στις 11 Ιανουαρίου του 1944 μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον ίδιο, όταν έφτασε στον Πειραιά κλείστηκε αρχικά στο ψυχιατρείο. Πάντως μαζί με το Σούμπερτ φαίνεται ότι μεταφέρθηκαν στην Αθήνα από την Κρήτη και ορισμένοι από τούς άντρες του, γύρω στα 35 με 40 Κρητικούς οι οποίο τελικά, μαζί και με άλλους που στρατολογήθηκαν στην πρωτεύουσα, στάλθηκαν μαζί με το Σούμπερτ στα τέλη Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου στην Μακεδονία.
Στη Μακεδονία
Στις 11 Ιανουαρίου εγκατέλειψε την Κρήτη και στα μέσα Φεβρουαρίου αναχώρησε για Θεσσαλονίκη μαζί συνεργάτες του, που είχαν ως επικεφαλής τους Γερμανάκη, Καπετανάκη και Οικονομάκη και τέθηκε υπό τις διαταγές της Στρατιωτικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης – Αιγαίου. Γρήγορα ξεδίπλωσε την αιματηρή του δράση και στο μακεδονικό έδαφος. Μάλιστα δρούσε παρουσία ιερέων για να τονίσει πως υπερασπίζεται τη θρησκεία.
Ο σαδισμός του ήταν παροιμιώδης και έφτασε ο γερμανός στρατιωτικός διοικητής της πόλης Μαξ Πέσκο να τον απομακρύνει κατόπιν αιτήματος του δημάρχου Θωμά Μαγκριώτη. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως στα Πετράλωνα Χαλκιδικής, συγκέντρωσε κόσμο σε πλατεία, κακοποίησε κάποιους, στρατολόγησε νεοσύλλεκτους. Και ακούστε τώρα το τελετουργικό: Οι νεοσύλλεκτοι μεταφέρθηκαν στην Νέα Καλλικράτεια και το απόγευμα της ίδιας μέρας φόρεσαν ιταλικές στολές αφού πρώτα υποχρεώθηκαν να πλυθούν στη θάλασσα.
Το βράδυ σε μια νεκροκεφαλή ζωγραφισμένη επάνω σε κράνος, που ο Σούμπερτ φύλαγε στην περιβόητη βαλίτσα του, έδωσαν τον όρκο του ταγματασφαλίτη που κατέληγε με τη φράση «ελευθερία ή θάνατος».
Ο επιλοχίας Σούμπερτ και το Σώμα Καταδίωξης Συμμοριών (Εθνικό Απόσπασμα Καταδιώξεως Κομμουνιστών ή ΕΑΚΚ) εμπλέκεται και στο Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη, 20 χλμ. βορειοανατολικά από τη Θεσσαλονίκη.
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 άντρες του Αποσπάσματος Καταδίωξης Ανταρτών του Σούμπερτ, εισέβαλαν στο χωριό Χορτιάτης και δολοφόνησαν 146 κατοίκους. Λίγες μέρες αργότερα (14 Σεπτεμβρίου 1944) στα Γιαννιτσά, σε συνεργασία με άντρες του σώματος του Γεωργίου Πούλου, σκότωσαν με απίστευτη αγριότητα περίπου 100 κατοίκους.
Η ευθύνη για το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη ανήκει στον υποστράτηγο και διοικητή B. Von. Studnitz στη Στρατιωτική Διοίκηση Θεσσαλονίκης – Αιγαίου. Και ο φονικός βραχίονας της η ίδια η δράση του Σούμπερτ και των γερμανόφιλων συνεργατών του.
Περισσότερα από 80 γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν από το καφενείο του Μπαντάτσιου στον φούρνο του Στ. Γκουραμάνη για να καούν ζωντανά. Όταν το πλήθος έφτασε στο φούρνο, ο Σούμπερτ κατ’ άλλους ο υπασπιστής του Γ. Καπετανάκης φώναξε έξαλλος: «Φωτιά, φωτιά. Κλείστε τους και μην αφήνετε κανένα να φύγει. Θα τους κάψουμε όλους!». Απ’ έξω τοποθετήθηκαν φρουροί με την εντολή να σκοτώσουν όποιον τολμούσε να ξεμυτίσει απ’ τον φούρνο.
Επειδή όμως, το οίκημα ήταν κατάμεστο από κόσμο και οι έγκλειστοι συνωστίζονταν πίσω από τις πόρτες και τα παράθυρα, οι σουμπερίτες, για να μειώσουν την πίεση, τοποθέτησαν ένα πολυβόλο και απ’ το μικρό παράθυρο της μπροστινής πόρτας άρχισαν να πυροβολούν, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας πολλά γυναικόπαιδα. Έπειτα έριξαν ξερά χόρτα πάνω στα σώματα των νεκρών και των τραυματιών και με ένα φλογοβόλο πιστόλι έβαλαν φωτιά. Κι αυτό είναι ένα μόνο στιγμιότυπο των εφιαλτικών ωρών στον Χορτιάτη ενώ τα γεγονότα δεν είχαν καταχωρηθεί σε κανένα έγγραφο της Βέρμαχτ, στρατιωτικό ημερολόγιο ή αναφορά.
Προς τα τέλη του Οκτωβρίου του 1944, και αφού είχε απελευθερωθεί η Αθήνα, ο Σούμπερτ με μερικούς από τους άνδρες του ακολούθησε τα γερμανικά στρατεύματα που αποχωρούσαν από την Ελλάδα και έφτασε στη Βιέννη το Φεβρουάριο του 1945. Τρεις μήνες αργότερα κατέφυγε στο Σβατς που παραδόθηκε στους Αμερικανούς στις 4 Μαΐου. Εκεί ο Σούμπερτ παρουσιάστηκε στους Αμερικανούς στρατιώτες, ισχυρίστηκε ότι το όνομα του ήταν Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης και αφού χαρακτηρίστηκε εκτοπισμένος και κρατήθηκε σε στρατόπεδο με άλλους Έλληνες, στις 5 Σεπτεμβρίου του 1945 “επαναπατρίστηκε” στην Ελλάδα. Το ίδιο όνομα Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης έδωσε και στους αστυνομικούς του αεροδρομίου της Ελευσίνας που όμως δεν πείστηκαν ότι ήταν Έλληνας. Μετά την αποκάλυψη της πραγματικής του ταυτότητας, συνελήφθη κα μεταφέρθηκε στις φυλακές Αβέρωφ όπου παρέμεινε μέχρι τη δίκη του από το Ειδικό Στρατοδικείο Εγκληματιών Πολέμου στην Αθήνα.
Αν υπήρχαν δέκα Σούμπερτ δεν θα υπήρχαν Έλληνες σήμερα
Στις 28 Ιουλίου του 1947 ξεκίνησε στο Ειδικό Δικαστήριο Εγκληματιών Πολέμου στην Αθήνα η δίκη του Σούμπερτ για εγκλήματα που είχε διαπράξει στη διάρκεια της κατοχής στην Κρήτη και στην Μακεδονία. Μέρος του κατηγορητηρίου είχε ως εξής:«…διότι ενήργησεν άνευ λόγου στρατιωτικής ανάγκης τας πράξεις ταύτας, αίτινες δεν εξυπηρέτουν πολεμικούς σκοπούς, ως είναι ειδικώτερον αι εκτελέσεις αθώων πολιτών και δη γερόντων, γυναικών και παίδων και […] εκ προμελέτης απεφάσισε και εσκεμμένως εξετέλεσεν ανθρωποκτονίας κατά των κάτοθι αναφερομένων Ελλήνων».
Στη διάρκεια της δίκης οι μάρτυρες περιέγραψαν τα εγκλήματα του Σούμπερτ, ένας δε μάρτυρας από τα Γιαννιτσά δήλωσε στην κατάθεσή του: «Αν υπήρχαν δέκα Σούμπερτ δεν θα υπήρχαν Έλληνες σήμερα». Ο Σούμπερτ δήλωσε αθώος, αρνήθηκε να απολογηθεί και ζήτησε να καλέσει από τη Γερμανία δικηγόρους και μάρτυρες υποστηρίζοντας ότι υπό τις παρούσες συνθήκες δεν παρέχονταν εγγυήσεις για την απονομή δικαιοσύνης σε αυτόν. Ισχυρίστηκε επίσης ότι του ήταν δύσκολο να συνεννοηθεί με τους Έλληνες συνηγόρους του λόγω της γλώσσας.
Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα και τον κάλεσε ξανά να απολογηθεί όμως εκείνος αρνήθηκε και πάλι και δήλωσε ότι θα έκανε αίτηση χάριτος προς το βασιλιά. Τελικά στις 5 Αυγούστου το δικαστήριο τον κήρυξε ένοχο και τον καταδίκασε 27 φορές σε θάνατο, δεκαέξι φορές για τα εγκλήματα στην Κρήτη και εννιά για τα εγκλήματα στην Μακεδονία, μολονότι τα τελευταία ήταν περισσότερα. Η απόφαση αυτή όμως δεν αφορά το σύνολο των εγκλημάτων καθώς ο Σούμπερτ στη δίκη αυτή δεν δικάστηκε για το σύνολο των εγκλημάτων του.
Στην απόφαση αυτή δεν αναφέρεται καθόλου το ελληνικό ονοματεπώνυμο. Την 1η Οκτωβρίου ο Σούμπερτ μεταφέρθηκε στις φυλακές Επταπυργίου στη Θεσσαλονίκη για να δικαστεί για αλλά εγκλήματα που είχε τελέσει στην Μακεδονία. Οκτώ ημέρες αργότερα εμφανίστηκε ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου Δωσίλογων στη Θεσσαλονίκη, μαζί με 9 μέλη της ομάδας του ενώ άλλα 49 επρόκειτο να δικαστούν ερήμην. Τελικά το δικαστήριο δέχτηκε την ένσταση αναρμοδιότητας που κατέθεσαν οι συνήγοροί του επειδή ο Σούμπερτ ήταν Γερμανός πολίτης και ότι μόνο αρμόδιο ήταν το Ειδικό Δικαστήριο Εγκληματιών Πολέμου. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στις φυλακές Επταπυργίου και εκτελέσθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1947, αφού προηγουμένως είχε απορριφθεί η αίτηση χάριτος που είχε υποβάλλει και χωρίς να έχει δικαστεί για όλα τα εγκλήματα που είχε διαπράξει στην Μακεδονία.
Οι ποινές, 271 φορές σε θάνατο και χιλιάδες χρόνια κάθειρξης, συγχωνεύθηκαν στην ποινή του θανάτου. Ο τυφεκισμός του στις 22 Οκτωβρίου 1947 πίσω από τις Φυλακές Επταπυργίου στην Θεσσαλονίκη ήταν ο ταιριαστός επίλογος στη ζωή ενός χασάπη και παράλληλα, ελάχιστη δικαίωση των θυμάτων σε μια Ελλάδα που παρέβλεπε σκανδαλωδώς τις κατοχικές αμαρτίες των Ναζί και των συνεργατών τους. – ΠΗΓΗ
Κάντε Like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθείστε μας στο Twitter