Ο Αντώνης Σαμαράς έχει πει: “Διάλογο με τον πειρατή (βλ. Τουρκία) δεν κάνεις”. Κι έχει δίκιο, ως ένα βαθμό…
Διότι από την στιγμή που εμφανίζεσαι πρόθυμος να συνομιλήσεις με κάποιον ο οποίος:
α. σε απειλεί ευθέως (στην περίπτωση της Τουρκίας με casus belli αν τολμήσεις να ασκήσεις το νόμιμο δικαίωμα σου να επεκτείνεις τα χωρικά σου ύδατα στα 12ν.μ., με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας),
β. αμφισβητεί ευθέως την κυριαρχία σου στα ελληνικά νησιά (όπως ορίζεται ευθαρσώς από το Διεθνές Δίκαιο),
γ. αμφισβητεί τα κυριαρχικά σου δικαιώματα στον αέρα και τη θάλασσα,
διατρέχεις σοβαρό κίνδυνο με τον διάλογο:
α. να “νομιμοποιήσεις” τις διεκδικήσεις του, και ακόμα χειρότερα
β. να δώσεις την αίσθηση ότι τον φοβάσαι και για αυτό σπεύδεις με το διάλογο να τον εξευμενίσεις και να τον καλοπιάσεις ελπίζοντας να σε συμπαθήσεις ή να σε λυπηθεί…
Είναι προφανές πως μια τέτοια εξέλιξη εκτός από ηθικά μειωτική, είναι και εθνικά μη ρεαλιστική. Δεν θα έλυνε το πρόβλημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, θα το διαιώνιζε. Οποιαδήποτε αίσθηση υπαναχώρησης (πόσο μάλλον υποχώρηση) της Ελλάδας από τις πάγιες και νόμιμες θέσεις της δεν θα οδηγούσε σε υπαναχώρηση της Τουρκίας από τις διαχρονικές διεκδικήσεις της. Θα προκαλούσε νέες.
Υπό αυτήν την έννοια, το “πάγωμα του διαλόγου” με την Τουρκία θα ήταν μια αντίδραση δικαιολογημένη. Είναι όμως και η μόνη επιβεβλημένη;
Προφανώς υπάρχουν επιφυλάξεις, αλλιώς ο προβληματισμός θα σταματούσε εδώ.
Κάπως έτσι, παρότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έλαβε σοβαρά υπόψη τα επιχειρήματα του πρώην Πρωθυπουργού, επέλεξε μια “μαστίγιο και καρότο” πολιτική.
Το “μαστίγιο” προϋποθέτει αξιόπιστους συντελεστές ισχύος. Το “καρότο” διάθεση διαλόγου. Καρότο χωρίς μαστίγιο δεν υφίσταται. Πιο απλά, διάθεση διαλόγου χωρίς ισχύ υποδηλώνει κατευναστική πολιτική η οποία προκαλείται από το φόβο του αντιπάλου.
Αντιθέτως, διάλογος με αξιόπιστους συντελεστές ισχύος, ουδόλως δηλώνει φόβο. Υποδηλώνει αυτοπεποίθηση. Άλλωστε, αυτή η συνθήκη είναι η επιτομή ενός διαλόγου επί ίσοις όροις μεταξύ ισότιμων συνομιλητών.
Για την Ελλάδα σήμερα αξιόπιστους συντελεστές ισχύος συνιστούν:
α. η διεθνοποίηση των αδικαιολόγητων και απαράδεκτων τουρκικών διεκδικήσεων
Μια ενεργητική διπλωματία που δεν περιορίζεται μόνο στο να καταδεικνύει το παράνομο των τουρκικών απαιτήσεων, αλλά αναζητά την ευθυγράμμιση με τα συμφέροντα και τις αξίες των κυρίαρχων διεθνών παικτών.
Όταν, για παράδειγμα, η Αθήνα αναδεικνύει τον τουρκικό αναθεωρητισμό ταυτίζοντας τον με τον ρωσικό, τότε ευθυγραμμίζεται με τις δυτικές αξίες και αξιώνει ίση μεταχείριση. Όπως η Δύση αντιδρά στο ρωσικό αναθεωρητισμό, έτσι οφείλει να αντιμετωπίσει και τον τουρκικό.
Όταν, η Αθήνα αναβιβάζει σε εξωτερική απειλή ασφάλειας την εργαλειοποίηση του λαθρομεταναστευτικού από την Τουρκία, ταυτίζοντας την με το ευρύτερο πρόβλημα της ισλαμοποίησης της Ευρώπης που απειλεί το δυτικό τρόπο ζωής και προκαλεί την ριζοσπατικοποίηση των Ευρωπαίων πολιτών, τότε ευθυγραμμίζεται με χώρες που αντιλαμβάνονται τη λαθρομετανάστευση ως εσωτερική απειλή ασφαλείας.
Αυτή η νέα προσέγγιση της ενεργητικής διπλωματίας είναι που παράγει απτή στήριξη διπλωματική και όχι απλά διεκπεραιωτική ρητορική. Η Τουρκία παίρνει συνεχώς απαντήσεις. Αναρίθμητα τα παραδείγματα.
β. η διαρκής οικοδόμηση διμερών συμμαχιών
Επ’ αυτού ιδιαίτερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναδεικνύεται στον επιμελέστερο …μαθητή του Αντώνη Σαμαρά.
Ο πρώην Πρωθυπουργός ήταν ο πρώτος που διέγνωσε το “κενό ισχύος” που δημιουργούσε στην ευρύτερη περιοχή μια Ευρώπης σε αναζήτηση ενιαίας έκφρασης και ένα ΝΑΤΟ σε παρακμή (ο ίδιος ο Εμμάνουελ Μακρόν είχε πει πως το ΝΑΤΟ είναι σχεδόν νεκρό). Αυτό το κενό ισχύος κινδύνευε να καλύψει ο νεο-οθωμανικός μεγαλοϊδεατισμός του Ταγίπ Ερντογάν.
Για να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη ανέπτυξε μια πολιτική ισορροπίας ισχύος μέσω της οποίας αναζητούσε την ευθυγράμμιση εθνικών συμφερόντων με τους άλλους παίκτες της περιοχής. Από την πολιτική αυτή γεννήθηκε η τριμερής Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ και Ελλάδας – Κύπρου – Αιγύπτου.
Την ίδια πολιτική ακολουθεί επισταμένα τα τρία τελευταία χρόνια, το δίδυμο Μητσοτάκη – Δένδια. Όχι μόνο συντήρησε (όπως ορθώς και ευτυχώς έπραξε η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμένου) τις συμμαχίες με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, αλλά τις ενίσχυσε καθοριστικά. Και δεν έμεινε μόνο εκεί…
Το ίδιο έπραξε με τις αμυντικές συμφωνίες με Γαλλία και ΗΠΑ. Το ίδιο πράττει με τις αραβικές χώρες. Ενώ σε πρώτη φάση πέτυχε την ουδετερότητα της Γερμανίας στη ελληνοτουρκική διένεξη αξιώνοντας πλέον εμπάργκο όπλων κατά της Τουρκίας. Ενώ με την Ιταλία, μετά τη συμφωνία για την ΑΟΖ, διεκδικεί μια σύμπραξη για από κοινού αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης αξιώνοντας επίσης εμπάργκο όπλων κατά της Τουρκίας.
γ. η διαρκής ενίσχυση του αξιόμαχου των Ενόπλων Δυνάμεων
Η παραλαβή των γαλλικών μαχητικών Rafale, η παραγγελία των φρεγατών Bellhara, αλλά και μια σειρά καταλυτικών παρεμβάσεων στον εκσυγχρονισμό των Ενόπλων Δυνάμεων, δημιουργούν νέα δεδομένα στο Αιγαίο που επιτρέπουν στην Αθήνα να είναι αξιόπιστη όταν δηλώνει απερίφραστα πως θα υπερασπιστεί την εδαφική της ακεραιότητα και τα κυριαρχικά της δικαιώματα, σε όποιον τολμήσει να τα αμφισβητήσει.
Και το κυριότερο. Όλα τα παραπάνω επιτρέπουν στον Κυριάκο Μητσοτάκη να πολιτεύεται και με το μαστίγιο και με το καρότο.
Εν προκειμένω το καρότο είναι η προθυμία του για διάλογο. Πρόκειται για άνοιγμα που δεν περιορίζεται απλά στο να καταδείξει στη διεθνή κοινή γνώμη και τα ισχυρά κέντρα λήψης αποφάσεων την ελληνική νομιμοφροσύνη και τις ειρηνικές προθέσεις της, αλλά διευρύνεται σε κάτι εντελώς καινούργιο.
Είναι άνοιγμα που απευθύνεται κυρίως προς τον τουρκικό λαό που σε λίγο διάστημα ψηφίζει… Πρόκειται δηλαδή για έμμεση πλην σαφής υπόδειξη στο μέσο Τούρκο ψηφοφόρο με την οποία “απαντά στα ίσα” στις ανάλογες, αλλά απερίφραστες υποδείξεις του Ταγίπ Ερντογάν προς τους Έλληνες ψηφοφόρους να καταψηφίσουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη…
Όλα τα παραπάνω συγκλίνουν στο γεγονός ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός επιδιώκει τον διάλογο για να τον πραγματοποιήσει από θέση ισχύος, παρά ότι σύρεται σε αυτόν από φόβο…
* Ο Μάξιμος Σενετάκης είναι υποψήφιος βουλευτής ΝΔ Ηρακλείου
Κάντε Like στη σελίδα μας στο facebook – ακολουθείστε μας στο twitter και στο linkedin