Αριστομένης Ι. Συγγελάκης – Μέλος της Σ.Ε. του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα και της Ένωσης Θυμάτων Ολοκαυτώματος Δήμου Βιάννου
«Ό,τι είχε δημιουργήσει η εργασία του Ελληνικού λαού στα εκατό χρόνια της ελεύτερης ζωής του, όλα τα υλικά μας αγαθά εξαφανίστηκαν. (…) Όλα τα μεταφορικά μας μέσα, αυτοκίνητα συγκοινωνίας, φορτηγά και πολυτελείας, μοτοσυκλέτες και ποδήλατα και κάρα ακόμη, όλα μας τα βαπόρια, τα ιστιοφόρα, τα μπενζινόπλοια, επιτάχτηκαν, εξαφανίστηκαν και τώρα μας κοροιδεύουν για πρωτόγονους (…) Στη χώρα της ελιάς και του λαδιού πεθαίνουν οι άνθρωποι από πρηξίματα, γιατί δεν έχουν σταγόνα λάδι να προσθέσουνε στα νερόβραστα χόρτα τους». (Δημήτρης Γληνός, «Τι είναι κι τι θέλει το ΕΑΜ»).
Πέραν κάθε αμφιβολίας, η Ελλάδα αντιστάθηκε γενναία στον Άξονα και τη ναζιστική βαρβαρότητα συμβάλλοντας όσο καμία άλλη χώρα στην απελευθέρωση της Ευρώπης από το ναζιστικό ζυγό, γεγονός που η σημερινή, δημοκρατική Γερμανία, οφείλει να μη λησμονεί! Η χιτλερική Γερμανία μετήλθε όλων των μέσων αλλά απέτυχε να κάμψει το ανυπότακτο φρόνημα του λαού μας: λεηλάτησε τον εθνικό μας πλούτο, κατέστρεψε τις υποδομές και τον παραγωγικό μας ιστό, επιχείρησε τον αφελληνισμό και τον διαμελισμό της χώρας, υπέβαλλε σε βασανιστήρια και καθημερινούς εξευτελισμούς τους Έλληνες. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στον μεθοδικά οργανωμένο λιμό, που προκάλεσε το θάνατο 300.000 ανθρώπων, διέλυσε την παραγωγική και κοινωνική δραστηριότητα και σημάδεψε ανεξίτηλα όσους επέζησαν.
Από την τρομοκρατία της πείνας στην τρομοκρατία των Ολοκαυτωμάτων
Στη συνέχεια, όπως σημειώνει ο ηρωικός επιζήσας της σφαγής του Διστόμου Αργύρης Σφουντούρης, το Γ’ Ράιχ πέρασε από την τρομοκρατία της πείνας στην τρομοκρατία των μαζικών εκτελέσεων και των Ολοκαυτωμάτων. Με βάση το αποτρόπαιο ναζιστικό δόγμα της συλλογικής ευθύνης έβαψε στο αίμα και το πένθος εκατοντάδες μαρτυρικούς τόπους σε όλη τη χώρα. Βιάννος, Δίστομο, Καλάβρυτα, Κομμένο, Κερδύλλια, Μουσιωτίτσα, Κλεισούρα, Ανώγεια, χωριά του Κέδρους, Κάνδανος, Κοντομαρί, Αλικιανός, Δαμάστα, Σοκαράς, Καλή Συκιά είναι τόποι μαρτυρίου και μνήμης, αλλά και τόποι αγώνα για δικαιοσύνη, δημοκρατία και ειρήνη.
Οι Γερμανοί μετέτρεψαν την Ελλάδα σε «κρανίου τόπο».
Όπως κατέθεσε ο Καθηγητής Αθανάσιος Σμπαρούνης, εκπρόσωπος της Ελλάδας στη Διασυμμαχική Διάσκεψη των Παρισίων (9 Νοεμβρίου – 21 Δεκεμβρίου 1945), στη χώρα μας καταστράφηκε το 25% των κατοικιών, το 70% των λιμενικών εγκαταστάσεων, το 75% του εμπορικού μας στόλου, μεγάλο μέρος του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου και το σύνολο των σιδηροδρομικών γεφυρών και τούνελ, ενώ παράλληλα δημεύτηκε το 80% των μέσων μεταφοράς και το 51% των δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Παράλληλα, η μικρή και φτωχή Ελλάδα υποχρεώθηκε να επωμισθεί και το κόστος συντήρησης όχι μόνο των τριών στρατών κατοχής αλλά και τη συντήρηση του γερμανικού στρατού σε άλλες περιοχές, με κυριότερη τη στρατιά του Ρόμελ! Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν η αποδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, η πλήρης ανατροπή της σταθερότητας του νομίσματός της, η πείνα και ο θάνατος. Στην Ελλάδα, μία στις δύο οικογένειες θρήνησαν θύματα κατά τη διάρκεια του πολέμου και της Κατοχής, ένας στους δέκα Έλληνες υπέστη αναπηρία, ενώ το 75% των παιδιών υπέφερε από ασθένειες, ακόμα και μετά τη λήξη του πολέμου1. Μια αληθινή γενοκτονία ήταν το τίμημα που πλήρωσε η Ελλάδα επειδή δεν υποτάχθηκε στις απάνθρωπες ορδές του φασισμού.
Η σημερινή κατάσταση της Ελλάδας έχει τις ρίζες της στην Κατοχή.
Λόγω της Κατοχής, η χώρα μας έμεινε δεκαετίες πίσω σε σχέση με τις άλλες χώρες, με όρους οικονομικούς, αναπτυξιακούς, κοινωνικούς, επιστημονικούς.
Συνεπώς, αν κάποιος καλόπιστος στην Ευρώπη θέλει με αντικειμενικότητα να αναζητήσει τα αίτια της σημερινής κατάστασης στην Ελλάδα, οφείλει να αναγνωρίσει ότι η απουσία παραγωγικής αυτάρκειας, επιστημονικής αυτοδυναμίας και ανθηρής Οικονομίας, έχει σαφώς τις ρίζες της στην Κατοχή (και τον Εμφύλιο) και τις συνέπειές της: την εξολόθρευση του ανθρώπινου δυναμικού, την καταστροφή των βασικών υποδομών, τη διαρπαγή του πλούτου του λαού μας από τις δυνάμεις του Άξονα και ιδίως τη Γερμανία.
Αυτό δεν σημαίνει ότι απαλλάσσονται της ευθύνης για τη σημερινή δραματική κατάσταση της χώρας μας οι ελληνικές μεταπολεμικές κυβερνήσεις. Το αντίθετο! Ευθύνονται επιπλέον και για το γεγονός ότι δεν διεκδίκησαν με σθεναρό, επίμονο και συστηματικό τρόπο τις γερμανικές οφειλές.
Οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις της Ελλάδας υστέρησαν δραματικά στη διεκδίκηση.
Πράγματι, την περίοδο μετά την απελευθέρωση έως και σήμερα, κυριάρχησε η ανευθυνότητα, η ασυγχώρητη ολιγωρία ή ακόμα και ο ενδοτισμός, με πλέον χαρακτηριστική την επαίσχυντη συμφωνία το 1960 της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή για την απελευθέρωση του σφαγέα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης Μαξ Μέρτεν.
Από την άλλη, η πλέον σημαντική, ίσως, προσπάθεια διεκδίκησης ήταν η ρηματική διακοίνωση προς τη γερμανική κυβέρνηση, που επέδωσε στις 14.11.1995 ο πρέσβης μας στη Βόννη Ι. Μπουρλογιάννης – Τσαγγαρίδης στον Υφυπουργό Εξωτερικών Χάρτμαν, κατ’ εντολήν του Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου. Δυστυχώς όμως δεν υπήρξε ανάλογη συνέχεια. Αντίθετα, το 2000 ο Μιχάλης Σταθόπουλος, Υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Σημίτη, αρνήθηκε να χορηγήσει άδεια για την εκτέλεση της αμετάκλητης απόφασης της Ελληνικής Δικαιοσύνης υπέρ των θυμάτων του Διστόμου2.
Από τότε και επί 20 χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις ελάχιστα έπραξαν3 για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών (επανορθώσεις για την καταστροφή των υποδομών και την αρπαγή του πλούτου, αποζημιώσεις για τις οικογένειες των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας, κατοχικό δάνειο και επιστροφή των λεηλατηθέντων και κλαπέντων αρχαιολογικών θησαυρών).
Ωστόσο πρέπει να γίνει σαφές ότι η Ελλάδα ουδέποτε έχει παραιτηθεί των αξιώσεών της, τις οποίες, μάλιστα, έχει θέσει ενώπιον της Γερμανίας ή διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων πάρα πολλές φορές, ενώ στο παρελθόν το ζήτημα έχει συμπεριληφθεί στην ημερήσια διάταξη διμερών κυβερνητικών συζητήσεων4! Βεβαίως όμως, η διεκδίκηση δεν έγινε όσο σθεναρά, επίμονα και μεθοδικά θα έπρεπε και οι ελληνικές κυβερνήσεις, με ελάχιστες εξαιρέσεις, αποδείχθηκαν κατώτερες των περιστάσεων.
Απαίτηση του λαού η διεκδίκηση αλλά η κυβέρνηση Σαμαρά δεν τόλμησε!
Την τελευταία περίοδο το θέμα έχει πάρει φωτιά: μαζικές εκδηλώσεις μνήμης και διεκδίκησης σε όλη την Ελλάδα, διευρυνόμενο κίνημα υποστήριξης μέσα στην ίδια τη Γερμανία, πολυάριθμα δημοσιεύματα του ελληνικού και διεθνούς τύπου. Η κρίση και η σκληρή συμπεριφορά των εταίρων μας και ιδίως της Γερμανίας απέναντί μας επέφεραν στο λαό τη συνειδητοποίηση ότι η λογική του «καλού παιδιού», η πρόσδεση στο γερμανικό άρμα και ο ενδοτισμός δεν οδηγούν πουθενά, παρά μόνο στην υπονόμευση της ίδιας της προοπτικής της χώρας μας. Τίποτα δεν κατακτιέται χωρίς αγώνα! Όπως αποδεικνύουν και οι δημοσκοπήσεις αλλά και όπως όλοι αναγνωρίζουν, η μαχητική και ουσιαστική διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών αποτελεί καθολική απαίτηση του ελληνικού λαού.
Όμως η κυβέρνηση Σαμαρά δεν πίστεψε και δεν τόλμησε να αγωνιστεί για το ώριμο, δίκαιο και άριστα τεκμηριωμένο αυτό αίτημα του κινήματος διεκδίκησης και του λαού στο σύνολό του – ένα ζήτημα που μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει για το λαό μας. Αντί να σταθεί με θάρρος απέναντι στην ιστορική της ευθύνη, η απερχόμενη κυβέρνηση πήρε κάποιες άσφαιρες πρωτοβουλίες, σπαταλώντας πολύτιμο χρόνο χωρίς αποτέλεσμα. Αρνήθηκε επί της ουσίας να θέσει επισήμως το θέμα στη Γερμανία, δειλιάζοντας να προβάλλει στο Βερολίνο και τη διεθνή κοινότητα την κορυφαία ελληνική αξίωση, αυτή των γερμανικών οφειλών.
Ποιοι και γιατί υποεκτιμούν και διαιρούν τις ελληνικές απαιτήσεις;
Ξαφνικά, η κυβέρνηση, δύο βδομάδες πριν τις εκλογές, αποφάσισε να ανακινήσει το θέμα, αφού προηγουμένως ξόδεψε 30 πολύτιμους μήνες συγκροτώντας επιτροπές με στόχο την «τεκμηρίωση των ελληνικών αξιώσεων», τα πορίσματα των οποίων ακόμη αναζητούνται μεταξύ των αρμόδιων κυβερνητικών και κρατικών οργάνων…
Περισσότερο όμως από την προφανή πρόθεση ψηφοθηρίας, μας ανησυχεί η ουσία του ζητήματος: αν τα στοιχεία του πορίσματος της δεύτερης επιτροπής που συγκροτήθηκε στο Γενικό Λογιστήριο για τον προσδιορισμό των ελληνικών αξιώσεων (όπως αυτά διέρρευσαν στην φιλοκυβερνητική εφημερίδα «Δημοκρατία», στο φύλλο της 10ης Ιανουαρίου 2015) είναι ακριβή, πρόκειται περί προσέγγισης που υποεκτιμά δραματικά το ύψος των ελληνικών αξιώσεων, σε ό,τι ιδίως αφορά το κατοχικό δάνειο5. Την εύλογη ανησυχία μας προκαλεί επίσης η επιμονή της κυβέρνησης να προβάλλει στο δημόσιο διάλογο (ελπίζουμε όχι και στο πόρισμα) το κατοχικό δάνειο ως τη μοναδική, ή, έστω, την πιο ισχυρή, ελληνική αξίωση έναντι της Γερμανίας.
Ας το ξεκαθαρίσουμε για άλλη μία φορά: οι ελληνικές αξιώσεις είναι ενιαίες και αδιαίρετες και η σαλαμοποίησή τους ευνοεί μόνο τη Γερμανία. Αναμφισβήτητα απαιτούνται σοβαρότητα και προσεκτικοί χειρισμοί αλλά σε καμία περίπτωση το κίνημα διεκδίκησης και ο ελληνικός λαός δεν θα ανεχθούν περαιτέρω ολιγωρία ή υπαναχωρήσεις. Ούτε βέβαια θα επιτρέψουν μυστικές συμφωνίες, ανεπίτρεπτους συμψηφισμούς ή επιζήμιους συμβιβασμούς. Κάνουμε επίσης σαφές προς το βαθύ γερμανικό κράτος, που επιχειρεί με όλα τα μέσα να ξαναγράψει την Ιστορία και να ενταφιάσει το ζήτημα των γερμανικών οφειλών, ότι ματαιοπονεί! Η Γερμανία δεν θα μπορέσει να απαλλαγεί ποτέ από το στίγμα για τα εγκλήματα που διέπραξε το Γ’ Ράιχ στην Ελλάδα χωρίς δικαιοσύνη και αποζημίωση!
Διεκδίκηση! Όχι εκδίκηση. Δικαιοσύνη!
Διευκρινίζουμε ότι η διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών δεν αποτελεί πράξη εκδίκησης ή εθνικιστική εμμονή. Ο αγώνας μας δεν στρέφεται κατά του γερμανικού λαού, με τον οποίο αισθανόμαστε αλληλέγγυοι, όπως και με κάθε λαό. Είναι αγώνας για την απόδοση δικαιοσύνης και για την επικράτηση της μνήμης εναντίον της λήθης. Αγώνας για πραγματική ειρήνη, φιλία και συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών, στηριγμένων στην ειλικρίνεια, την ισοτιμία και τον αμοιβαίο σεβασμό. Αποτελεί, παράλληλα, ένα διαρκές διάβημα εναντίον του ναζισμού και του φασισμού. Γι’ αυτό άλλωστε έχουμε σταθερά στο πλευρό μας σημαντικές προσωπικότητες και συσπειρώσεις, του δημοκρατικού, αντιφασιστικού, ειρηνιστικού κινήματος, μέσα στην ίδια τη Γερμανία.
Οι Γερμανοί συναγωνιστές μας, υποστηρίζουν τον κοινό μας αγώνα διότι πιστεύουν ακράδαντα, ότι αν δεν υπάρξει έμπρακτη μεταμέλεια του γερμανικού κράτους, με τη μορφή της αποζημίωσης των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας και της απόδοσης του συνόλου των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα, δεν μπορεί να κλείσει οριστικά το κεφάλαιο του ναζισμού για να προχωρήσουμε σταθερά στην ελπιδοφόρα νέα περίοδο ειλικρινούς συνεργασίας και στέρεας φιλίας μεταξύ των δύο χωρών. Οι Γερμανοί δημοκράτες και αντιφασίστες ακριβώς επειδή αγαπούν την πατρίδα τους, την θέλουν οριστικά απαλλαγμένη από το ναζισμό, με εκκαθαρισμένες τις υποχρεώσεις της, λυτρωμένη από το παρελθόν της. Εμείς έχουμε το δικαίωμα να ζητάμε κάτι λιγότερο απ’ αυτό;
Οι ευθύνες και οι δυνατότητες της κυβέρνησης της Αριστεράς.
Η νέα κυβέρνηση οφείλει να προχωρήσει στην εκτέλεση της απόφασης της ελληνικής Δικαιοσύνης υπέρ των θυμάτων του Διστόμου και να προβεί, χωρίς άλλη καθυστέρηση, σε όλες τις απαραίτητες κινήσεις για τη διεκδίκηση του συνόλου των γερμανικών οφειλών. Όπως απέδειξε και η πρόσφατη απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ιταλίας αλλά και η διεθνοποίηση του ζητήματος, με την αποφασιστική συμβολή του Μανώλη Γλέζου, πολιτικά και νομικά όπλα υπάρχουν πολλά, αρκεί να υπάρχει η βούληση! Είναι παραπάνω από βέβαιο ότι μία ουσιαστική κίνηση διεκδίκησης θα προκαλέσει παλιρροιακά κύματα ενθουσιασμού μεταξύ των Ελλήνων και των Γερμανών συναγωνιστών μας, στέλνοντας παράλληλα ισχυρό μήνυμα αποφασιστικότητας προς τη γερμανική κυβέρνηση.
Ας το βάλουν όλοι καλά στο μυαλό τους: δεν θα ησυχάσουμε αν δεν δικαιωθούμε! Ο λογαριασμός της Κατοχής θα πληρωθεί εις το ακέραιο και θα είναι μέρα μεσημέρι!
——————————————————-
1. Katerina Kralova, «Στη σκιά της Κατοχής. Οι ελληνογερμανικές σχέσεις την περίοδο 1940-2010», Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2013.
2. Πρόκειται για την υπ’ αριθμόν 137/1997 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λειβαδιάς, την οποία επικύρωσε και κατέστησε τελεσίδικη και αμετάκλητη η υπ’ αριθμόν 11/2000 απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, χάρη στις προσπάθειες του πρωτοπόρου της δικαστικής διεκδίκησης αείμνηστου Ιωάννη Σταμούλη.
3. Με την εξαίρεση της παρέμβασης της Ελλάδας (κατόπιν αντίστοιχου αιτήματος που έκανε αποδεκτό το δικαστήριο) στη δίκη μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (12-16.9.2011). Πληρεξούσιος της Ελληνικής Δημοκρατίας στη συγκεκριμένη δίκη ήταν ο Καθηγητής Στέλιος Περράκης και μαζί του οι Καθηγητές Αντώνης Μπρεδήμας και Μαρία-Ντανιέλλα Μαρούδα.
4. Περράκης Στ. & Μαρούδα Μ. –Ντ., «Πολεμικές επανορθώσεις στο σύγχρονο Διεθνές Δίκαιο. Η διεθνής πρακτική και η ελληνική περίπτωση. Μία σύνθεση κι ένας αναστοχασμός» στο Περράκης Στ. (επιμέλεια), «Το ζήτημα των γερμανικών πολεμικών επανορθώσεων στην Ελλάδα. Διεθνείς και εθνικές διαστάσεις», Εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα 2012.
5. Ενδεικτικό είναι ότι, σύμφωνα με το δημοσίευμα της «Δημοκρατίας» το πόρισμα της επιτροπής του ΓΛΚ φέρεται να υπολογίζει το ύψος του κατοχικού δανείου σε 10,5-11 δις ευρώ (στοιχείο που έχει ανησυχητική ταύτιση με διαρροές της γερμανικής κυβέρνησης τον Οκτώβριο του 2013), τη στιγμή που σύμφωνα με την μετριοπαθή εκτίμηση του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα το κατοχικό δάνειο υπολογίζεται σε 54 δις ευρώ χωρίς τους νόμιμους τόκους! Άλλες προσεγγίσεις το ανεβάζουν σε δυσθεώρητα ύψη.
Κάντε Like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθείστε μας στο Twitter