Κεφαλλονίτης την καταγωγή ο Χριστόδουλος Τσιγάντες, από τα Σβορωνάτα Κάτω Βαθέως, ήταν μόλις 17 ετών όταν εισήλθε στην Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων το 1914 στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και 19 ετών με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού επέδειξε εξαίρετη ανδρεία πολεμώντας στο μακεδονικό μέτωπο το 1916 κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου με τα πρώτα επαναστατικά τμήματα του κινήματος «Εθνικής Αμύνης» υπό τον Ε. Βενιζέλο.
Το 1918, με το βαθμό του υπολοχαγού, συμμετέχει με το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στην Ουκρανία, ενώ το 1919, όντας λοχαγός τοποθετείται στην Μεραρχία Αρχιπελάγους και συμμετέχει στις επιχειρήσεις της Μικράς Ασίας, μέχρι το 1920.
Στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ του Α’ και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου φοίτησε στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου της Γαλλίας, διακριθείς για τις επιδόσεις του.
Γλωσσομαθής, με ευρεία κατάρτιση και παιδεία, έβλεπε να ανοίγεται μπροστά του ο δρόμος για μια αξιοζήλευτη στρατιωτική σταδιοδρομία. Η ανάμειξη όμως του αντισυνταγματάρχη πλέον Τσιγάντε, στο κίνημα του Μαρτίου του έτους 1935, είχε ως συνέπεια την οριστική καθαίρεσή του από τις τάξεις του στρατού και την καταδίκη του σε ποινή ισόβιων δεσμών. Με βασιλική χάρη που του δόθηκε με την παλινόρθωση της μοναρχίας, έλαβε άδεια να φύγει στο εξωτερικό, όχι όμως και να επιστρέψει στο στράτευμα.
Το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τον βρήκε στην Αίγυπτο. Εκεί κατετάγη με το βαθμό του λοχαγού στη Λεγεώνα των Ξένων και βρέθηκε αξιωματικός-σύνδεσμος με τις «Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις» του στρατηγού Ντε Γκολ και συμμετείχε σε επιχειρήσεις στην Ανατολική Αφρική, όπου διακρίθηκε για τον ηρωισμό του στις μάχες της Ερυθραίας κατά των Ιταλών το 1941.
Στη συνέχεια ανακαλείται στην εφεδρεία του ελληνικού στρατού σαν έφεδρος με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη και με αυτόν τον βαθμό, χωρίς να έχει ενταχθεί στον ελληνικό στρατό, συμμετέχει στη Βόρειο Αφρική στην επική μάχη του Μπιρ Χακέιμ, εντεταγμένος στη γαλλική δύναμη «L».
Το 1942, ανακαλείται στην ενεργό υπηρεσία με απόφαση του τότε Υπουργού Στρατιωτικών Π. Κανελλόπουλου και επιστρέφει στις τάξεις του ελληνικού στρατού με τον βαθμό του συνταγματάρχη.
Τότε ήταν που ανέλαβε την οργάνωση του Ιερού Λόχου, της πρώτης μονάδας Καταδρομών, στη σύγχρονη ελληνική στρατιωτική ιστορία, της οποίας υπήρξε πρώτος και τελευταίος διοικητής, σε μια σειρά επιτυχών και ριψοκίνδυνων επιχειρήσεων στη Βόρεια Αφρική και στο Αιγαίο Πέλαγος, μέχρι τον Μάιο του 1945. Ο Συνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες, θα οδηγήσει την επίλεκτη ειδική μονάδα του στο δύσκολο δρόμο της τιμής και του καθήκοντος και θα πετύχει γι’ αυτήν τον αξιοζήλευτο, αλλά και μοναδικό, τίτλο του “Θρύλου”.
Μόνο μια στρατιωτική προσωπικότητα του ύψους, των ιδιαίτερων προσόντων και της πολεμικής πείρας εκείνου του Συνταγματάρχη θα μπορούσε να διοικήσει επιτυχώς εθελοντές αξιωματικούς και οπλίτες όλων των Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, με καθήκοντα οπλίτου, με διαφορετική στρατιωτική προέλευση και νοοτροπία και με διάφορες πολιτικές αντιλήψεις και πεποιθήσεις, αλλά και κάτω από τις ιδιαίτερα δύσκολες και σκληρές συνθήκες ενός πολέμου που διεξαγόταν τότε μακριά από την υπό εχθρική κατοχή πατρίδα.
Ειδικά στο Αιγαίο, ο Ιερός Λόχος πολέμησε τις Γερμανικές δυνάμεις επί δεκάξι (16) συνεχείς μήνες (Φεβρουάριος 1944 – Μάιος 1945). Εκτέλεσε 27 συνολικά καταδρομικές τολμηρές επιχειρήσεις μεγάλης και μικρής κλίμακας, κατά τις οποίες συνέλαβε εκατοντάδες αιχμαλώτους. Απέστειλε επίσης 207 συνολικά περιπόλους Ιερολοχιτών στα διάφορα νησιά με κυρίες αποστολές συλλογής πληροφοριών και εκτέλεσης δολιοφθορών.
Η αναγνώριση των αγώνων του Ιερού Λόχου κατά των κατακτητών Ναζί στο Αιγαίο και ιδιαίτερα η συμβολή του στην απελευθέρωση των νησιών, αποτυπώνεται σε μια λιτή φράση του ίδιου του Τσιγάντε, ο οποίος σε άρθρο του, προοριζόμενο να δημοσιευθεί σε ιστορικό περιοδικό της εποχής του, περιγράφει την παράδοση των γερμανικών δυνάμεων Ρόδου από τον στρατηγό διοικητή τους στους συμμάχους στη Σύμη και αναφέρει: «Στις 8 Μαΐου του 1945 στην Σύμη όταν παραδόθηκε ο στρατηγός Γερμανός Βάγκνερ ο Άγγλος Αρχιστράτηγος κατοχύρωσε τα όπλα του, στον Διοικητή του Ιερού Λόχου εις αναγνώριση της δράσεως της μονάδας του»
Ο Τσιγάντες συγκαταλέγεται μεταξύ των «ανορθόδοξων» εκείνης της εποχής, που έδρασαν στην Μεσόγειο με απίστευτο τρόπο και απέκτησαν αυτή την φήμη, όπως ο 24χρονος συνταγματάρχης Στέρλινγκ, ιδρυτής των SAS και ο 22χρονος ταγματάρχης λόρδος Τζέλικο, ιδρυτής των SBS. Ήταν όλοι της ίδιας πάστας! Γι αυτό και ταίριαξαν!
Για την ηρωική του δράση στον Α’ παγκόσμιο Πόλεμο,στην Μικρασιατική εκστρατεία, στη Βόρειο Αφρική, στη Μέση Ανατολή και στο Αιγαίο τιμήθηκε με πολλά παράσημα και πολεμικά μετάλλια από την Ελλάδα, την Αγγλία τη Γαλλία, τη Σερβία και το Βέλγιο. Μάλιστα, ήταν ένας από τους τρεις Έλληνες αξιωματικούς που τιμήθηκε στη Βόρειο Αφρική με το ελληνικό παράσημο του Ταξιάρχου του Τάγματος του Σωτήρος με τους άλλους δύο να είναι οι συνταγματάρχες, Θρασύβουλος Τσακαλώτος και ο Παυσανίας Κατσώτας.
Προτάθηκε 4 φορές για προαγωγή επ’ανδραγαθία.
Μετά την απελευθέρωση της χώρας από την γερμανική κατοχή, διετέλεσε στρατιωτικός διοικητής Αρχιπελάγους και αρχηγός της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής Δωδεκανήσων. Αποστρατεύθηκε με αίτησή του το 1948 με τον βαθμό του υποστρατήγου, παραμερίζοντας έτσι τις όποιες αντιπάθειες εντός στρατεύματος προκαλούσε, λόγω των δημοκρατικών του απόψεων.
Εργάστηκε ως πολιτικός σχολιαστής στις εφημερίδες «Έθνος», «Ελευθερία» και «Τα Νέα». Διετέλεσε γενικός διευθυντής της Ελληνικής Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), παυθείς αμέσως μετά την επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου.
Στις 12 Οκτωβρίου του έτους 1970 ο Τσιγάντες, νοσηλευόμενος στο Λονδίνο, πέθανε, έχοντας διαρκώς στο πλάι του συμπολεμιστές του, Βρετανούς αξιωματικούς από τα χρόνια της κοινής τους δράσης στο Αιγαίο, ανάμεσά τους τον λόρδο Τζέλικο με τον οποίο τον συνέδεε ιδιαίτερη, βαθιά φιλία. Η αποτέφρωση της σορού του, κατόπιν δικής του επιθυμίας, έγινε μία ημέρα αργότερα.
Το 1976, ύστερα από πρόταση του Ιερολοχίτη και Καταδρομέα, Αντιστράτηγου ε.α κ. Κωνσταντίνου Κόρκα -τότε Α’ Υπαρχηγού ΓΕΣ- προς τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ και έγκριση του Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, αποφασίστηκε και σχεδιάστηκε η μετακομιδή της τέφρας του από την Αγγλία στην Ελλάδα. Στις 26 Αυγούστου 1976 με έγγραφό του ο τότε υπουργός Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ Τοσίτσας εξέδωσε απόφαση για τη διάθεση ποσού 1,5 εκατ. δραχμών για την ανέγερση μνημείου «εντός του Πεδίου του Αρεως» και «την μεθόδευσιν των διαδικασιών μετακομιδής της τέφρας του Αντιστρατήγου Χρ. Τσιγάντε εκ Λονδίνου εις Αθήνας» (Φ.735/51575).
Τον Σεπτέμβριο του 1977, μετά από λαμπρές τελετές απόδοσης τιμών που ήταν μέσα στις πρώτες ειδήσεις σε μέσα ενημέρωσης της εποχής, τόσο στην Αγγλία, όσο και στη Γαλλία, η τέφρα του Τσιγάντε, συνοδευόμενη από άγημα ευζώνων κατέληξε στην Ελλάδα και εναποτέθηκε προσωρινά, στον οικογενειακό τους τάφο στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Μετά από 4 χρόνια, το 1981, κατά τη διάρκεια της τελετής των αποκαλυπτηρίων του Μνημείου το οποίο ολοκληρώθηκε με τις προσπάθειες των συμπολεμιστών του Ιερολοχιτών, παρουσία επισήμων, συγγενών, Ιερολοχιτών, Καταδρομέων και λοιπών προσκεκλημένων, έγινε η εναπόθεση του κιβωτίου με την τεφροδόχο του Στρατηγού στη μόνιμη πια θέση της, που είναι το μικρό Μαυσωλείο του Μνημείου του Ιερού Λόχου.
Ο γνωστός από την εποχή της Ελληνικής Εθνικής Αντίστασης, 1941-44, Άγγλος απόστρατος Ταξίαρχος Μόντυ Γούντχαουζ σε εκτενές άρθρο του στην «Daily Τelegraph» με τίτλο «Η ζωή και ο θάνατος ενός ήρωα» (14.9.1977) τον χαρακτήρισε «έναν γνήσιο τζέντλεμαν,έναν σπουδαίο αξιωματικό» και ο λόρδος Τζέλικο «έναν μεγάλο πατριώτη, έναν σπουδαίο Ελληνα, απευθείας απόγονο των ιερολοχιτών του Θηβαίου Επαμεινώνδα και του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ατρόμητο στην καρδιά και ευαίσθητο συνάμα, με τρομερό χιούμορ που τον έκανε ψυχή της παρέας, καταπληκτικό μάγειρο, υπέροχο στρατιώτη, αλλά και άνθρωπο της ειρήνης, αδιαπραγμάτευτο υποστηρικτή των αρχών που πρέσβευε, ανάμεσα σε αυτές και την προσήλωσή του στη δημοκρατία, γι΄ αυτό κι η απόφασή του να ταφεί μακράν της πατρίδας του όσο διαρκούσε το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών δεν ήταν κίνηση θεατρική, αλλά πεποίθηση και ουσία.»
Ο δε Γάλλος Πτέραρχος Υ. Εζανό (Υ. Esannau), κατά την διάρκεια της γαλλικής απόδοσης τιμών στις 13 Σεπτεμβρίου 1977, στο «Πάνθεον των Απομάχων» στον χώρο των Ιnvalides, με την παρουσία επίσημων αντιπροσωπειών των δύο χωρών, φίλων απόστρατων και εν ενεργεία Γάλλων Αξιωματικών και με τα στρατιωτικά τμήματα σε τιμητική θέση απέναντι, από την τεφροδόχο του Στρατηγού και τις γαλλικές πολεμικές σημαίες των “Ελεύθερων Γαλλικών Δυνάμεων” που πολέμησαν στην Αφρική φερόμενες από βετεράνους πολεμιστές, αναφέρθηκε στις χαρακτηριστικές περιόδους της πολεμικής δράσης του γενναίου και ένδοξου Στρατηγού Χριστόδουλου Τσιγάντε, και έκλεισε την ομιλία του με τη φράση:
«Γενναίος Στρατιώτης, μέγας πατριώτης, έτοιμος να θυσιασθή δια την Σημαίαν του, αποτελεί μέλος εκείνων, οι οποίοι εις μιαν δραματικήν εποχήν επέλεξαν τον έντιμον θάνατον, παρά να κλίνουν το γόνυ.»
Η προτομή του εδώ και μερικά χρόνια, τοποθετήθηκε στον προαύλιο χώρο της Διοίκησης Ειδικών Επιχειρήσεων που έχει λάβει το τιμητικό όνομα «ΙΕΡΟΣ ΛΟΧΟΣ» κλείνοντας έτσι ένα κύκλο δικαίωσης της προσφοράς του γενναίου καταδρομέα-πολεμιστή, Έλληνα αξιωματικού.
Κάθε χρόνο, η Λέσχη Καταδρομέων και Ιερολοχιτών, τελεί τρισάγιο στη μνήμη του νεκρού, στο μνημείο του Ιερού Λόχου που βρίσκεται μέσα στο Πεδίο του Άρεως και αποτελεί τον τάφο του. Πολλοί δεν το ξέρουν και εκτός από το βανδαλισμό του μνημείου από “κλεφτρόνια” που ξεκόλλησαν τα ορειχάλκινα διακοσμητικά για να τα πουλήσουν, έκαναν και πολλά άλλα άσχημα. Αποπατούσαν, λέρωναν, έβαφαν και ό,τι άλλο μπορεί να φαντασθείτε, εκεί στον τάφο του ηρωικού Ιερολοχίτη!
Τελευταία, με δαπάνες του στρατού, επανήλθε σε μια αξιοπρεπή εμφάνιση το μνημείο, για να μας θυμίζει τις παλιές δόξες των Ελλήνων. Όσοι τυχόν περνάτε από εκεί κοντά, πηγαίνετε να το βλέπετε και να χαιρετάτε νοερά τον Τσιγάντε.
Ανιχνευτής – ΠΗΓΗ