Πέρα από τις ωραιοποιήσεις που ευδοκιμούν στον δυτικό κόσμο και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, οι διεθνείς σχέσεις διέπονται πάντοτε από το διαχρονικό αξίωμα που διατύπωσε ο Θουκυδίδης, στον περίφημο διάλογο Αθηναίων και Μηλίων:
“Δίκαια μὲν ἐν τῷ ἀνθρωπείῳ λόγῳ ἀπὸ τῆς ἴσης ἀνάγκης κρίνεται, δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν”. Δηλαδή: “Για δικαιοσύνη μπορεί να γίνει λόγος όταν και τα δύο μέρη έχουν ίση ισχύ, ειδάλλως οι ισχυροί προχωρούν όσο τους επιτρέπει η δύναμή τους και οι αδύναμοι υποχωρούν όσο τους επιβάλλει η αδυναμία τους”.
Σε πιο εκλεπτυσμένη μορφή, ο θεμελιώδης αυτός κανόνας λαμβάνει υπ’ όψη, όχι μόνο την καθαρή ισχύ κάθε “παίκτη”, αλλά και τη βούλησή του να τη χρησιμοποιήσει – και μάλιστα όπως αυτή η βούληση γίνεται αντιληπτή από την αντίπαλη πλευρά. Δεν ωφελεί η κατοχή οποιουδήποτε οπλοστασίου, αν είναι φανερή στον αντίπαλο η απροθυμία του κατόχου του να το χρησιμοποιήσει. Ακόμα περισσότερο, δεν ωφελεί τον άοπλο να υποκρίνεται ότι δεν βλέπει το οπλοστάσιο του πάνοπλου…
Στην περίπτωση της Ουκρανίας, τόσο η φιλοδυτική πτέρυγα όσο και οι δυτικές δυνάμεις παρέβλεψαν αυτούς τους διαχρονικούς κανόνες – και τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν.
Η Κριμαία βρίσκεται ήδη υπό ρωσικό έλεγχο, με μια αναίμακτη επιχείρηση που περιλάμβανε σε πρώτη φάση τον έλεγχο αεροδρομίων και κυβερνητικών κτιρίων από ενόπλους χωρίς διακριτικά (αλλά με εξοπλισμό και πειθαρχία που παρέπεμπε ευθέως σε στρατιωτικές μονάδες και όχι σε ατάκτους) , και στη συνέχεια τη μεταφορά (αεροπορικώς αλλά και μέσω των ναυτικών βάσεων) χιλιάδων στρατιωτών από ρωσικές επίλεκτες μονάδες. Εκτός της Κριμαίας όμως, η ρωσική σημαία ανεμίζει ήδη και σε κυβερνητικά κτίρια αρκετών πόλεων της ανατολικής Ουκρανίας, όχι μόνο στα παράλια αλλά και στο εσωτερικό (Χάρκοβο, Ντόνετσκ, Ντνεπροπετρόβσκ).
Είναι αξιοσημείωτο ότι η Μόσχα, παρά τη στρατιωτική υπεροπλία της, επιδίωξε συστηματικά την αναίμακτη απόκτηση του ελέγχου στην περιοχή άμεσου ενδιαφέροντος (Κριμαία) και τις λαϊκές διαδηλώσεις – λιγότερο ή περισσότερο αυθόρμητες – στις υπόλοιπες ρωσόφωνες περιοχές. Ακόμη και η έλλειψη διακριτικών στους ενόπλους κατά τις πρώτες ημέρες δείχνει ότι η Ρωσία κινήθηκε προσεκτικά, ζυγίζοντας τις αντιδράσεις και διατηρώντας τη δυνατότητα εύσχημης υποχώρησης. Επιπλέον, η διεθνής εικόνα των λαϊκών εξεγέρσεων είναι σαφώς ευνοϊκότερη πολιτικά από την εικόνα μιας στρατιωτικής εισβολής, ενώ ταυτόχρονα, με την έγκριση του αιτήματός του για ελευθερία στρατιωτικής δράσης από τη Δούμα, ο Β. Πούτιν διατηρεί την επιλογή του πολέμου ευρείας κλίμακας – μια σκιά που η ρωσική ηγεσία προφανώς θέλει να διατηρήσει στη σκέψη της ουκρανικής ηγεσίας, αλλά και των δυτικών ηγεσιών.
Απέναντι σε αυτές τις ρωσικές κινήσεις, η ουκρανική ηγεσία δήλωσε χθες έτοιμη για πόλεμο και διέταξε επιστράτευση. Οι επιλογές αυτές, που επιβάλλονται και από τον εθνικιστικό χαρακτήρα της νέας κυβέρνησης, έχουν την αξία τους, αλλά η αποτρεπτική τους αξιοπιστία είναι μειωμένη. Όχι μόνο λόγω των συντριπτικών στρατιωτικών συσχετισμών, αλλά και λόγω της ενεργειακής εξάρτησης της Ουκρανίας από τη Ρωσία και λόγω της κάκιστης οικονομικής της κατάστασης, που ήδη έχει οδηγήσει σε διαβουλεύσεις με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για την παροχή βοήθειας (συνοδευόμενης βέβαια από το σύνηθες “κοστούμι” μέτρων). Σε αυτά τα αδύνατα σημεία “πατάει” και η Ρωσία για να αυξήσει την πίεση προς την Ουκρανία, δηλώνοντας αφ’ ενός (δια της Gazprom) ότι “για την ώρα συνεχίζεται η παροχή φυσικού αερίου προς την Ουκρανία αλλά έχει σωρευτεί μεγάλο χρέος” και αφ’ ετέρου (δια του υπουργού Οικονομικών της) ότι η Ουκρανία θα πρέπει να απευθυνθεί στο ΔΝΤ για οικονομική βοήθεια.
Από δυτικής πλευράς, οι αντιδράσεις είναι κυριολεκτικά αξιοθρήνητες: οι ευθείες εκκλήσεις της Ουκρανίας προς το ΝΑΤΟ να εγγυηθεί την εδαφική της ακεραιότητα δεν έχουν βρει ως τώρα ανταπόκριση, και η σημερινή έκτακτη σύνοδος του ΝΑΤΟ δεν αναμένεται να αλλάξει κάτι σε αυτό. Ούτε οι ΗΠΑ και η Μ. Βρετανία, που βάσει του Μνημονίου της Βουδαπέστης (1994) έχουν δεσμευτεί (από κοινού με τη Ρωσία!) για την ουκρανική ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα φαίνονται να έχουν πρόθεση να αντιπαραταχθούν εμπράκτως στη Ρωσία. Ο Καναδάς ανακάλεσε τον πρέσβη του από τη Ρωσία, αλλά γενικά οι λεκτικές καταδίκες (που διατυπώθηκαν και στη χθεσινοβραδινή σύσκεψη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ) δεν συνοδεύονται από καμία ένδειξη έμπρακτης υποστήριξης, ούτε καν για την οικονομία της Ουκρανίας που βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεωκοπίας. Ενώ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο “φάρος” για τους δυτικόφιλους διαδηλωτές και πολιτικούς του Κιέβου, είναι χαρακτηριστικά απούσα…
Ειδικά για τις ΗΠΑ η αντιπαράθεση με τη Ρωσία είναι ανεπιθύμητη στη φάση αυτή, καθώς η ρωσική συνεργασία είναι απαραίτητη για τη διευθέτηση της κρίσης της Συρίας, την επίτευξη μιας συμφωνίας με το Ιράν και (last but not least) τη χρήση του ρωσικού εδάφους για τον ανεφοδιασμό ή/και την απόσυρση των δυτικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν. Άλλωστε είναι πρόσφατες οι ανακοινώσεις του υπουργού Άμυνας Hagel για σημαντικές περικοπές στις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, ενώ είναι δεδομένη και η στροφή της προσοχής των ΗΠΑ στο θέατρο του Ειρηνικού. Δεν είναι επομένως περίεργο ότι η δημόσια δήλωση του προέδρου Ομπάμα ήταν χλιαρή, ενώ και η ανακοίνωση για το 90λεπτο τηλεφώνημά του με τον Β. Πούτιν περιορίζεται σε διατυπώσεις που θυμίζουν την ελληνική αμηχανία απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις σε Κύπρο και Αιγαίο: “η συνεχιζόμενη παραβίαση του διεθνούς δικαίου θα οδηγήσει τη Ρωσία σε μεγαλύτερη πολιτική και οικονομική απομόνωση”, “θα επηρεάσει αρνητικά τη θέση της στη διεθνή κοινότητα” κλπ. Μάλιστα στο ανακοινωθέν του Λευκού Οίκου αναφέρεται ως “αντίποινο” το μποϋκοτάρισμα των προπαρασκευαστικών συναντήσεων για τη σύνοδο του G8 που ήταν προγραμματισμένη για τον Ιούνιο στο Σότσι της Ρωσίας. Δεν είναι βέβαιο ότι ίδρωσε το αυτί του Πούτιν με αυτή την απειλή…
Σε αυτό το σημείο πρέπει να επισημανθεί, ότι οι καταγγελίες της δυτικής πλευράς περί παραβίασης της διεθνούς νομιμότητας από τη Ρωσία έχουν ελάχιστο ηθικό έρεισμα. Η διεθνής νομιμότητα, τουλάχιστον υπό τη μορφή της απαγόρευσης χρήσης βίας (εκτός περιπτώσεων αυτοάμυνας ή έγκρισης του ΟΗΕ) καταπατήθηκε όταν οι “συμμαχίες των προθύμων” υπό την ηγεσία των ΗΠΑ επιτέθηκαν στη Σερβία (1999) και το Ιράκ (2003) χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ – το διεθνές προηγούμενο για τις σημερινές ρωσικές ενέργειες δημιουργήθηκε τότε. Μάλιστα ακολούθησε άλλη μια καταπάτηση του διεθνούς δικαίου, με την επιβολή (από δυτικής πλευράς) της απόσχισης επαρχίας (Κόσοβο) από κυρίαρχο κράτος (Σερβία) – οι ομοιότητες του Κοσόβου με την Κριμαία είναι προφανείς, αν η Ρωσία επιλέξει αυτή την πορεία.
Ούτως ή άλλως, η καταδίκη της βίας, η καταγγελία της παραβίασης του διεθνούς δικαίου και οι απειλές για “διεθνή απομόνωση” κάνουν ίσως κάποια εντύπωση σε οπαδούς μεταμοντέρνων θεωριών περί “conflict resolution”, “win-win approach” κλπ, όχι όμως και σε σκληρούς ρεαλιστές όπως η ρωσική ηγεσία που λειτουργούν με λογική μηδενικού αθροίσματος. Αντιθέτως, η “ήπια” απάντηση σε σκληρούς ρεαλιστές συνήθως ενθαρρύνει την κλιμάκωση των απαιτήσεών τους. Αυτήν ακριβώς την εικόνα της σκλήρυνσης της ρωσικής στάσης δίνει η μεταφορά του προγραμματισμένου δημοψηφίσματος για την αυτονομία της Κριμαίας από τις 25 Μαΐου στις 30 Μαρτίου, αλλά και η απαίτηση της Ρωσίας (όπως διατυπώθηκε κατά τη χθεσινή έκτακτη σύνοδο του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ) να εφαρμοστεί η συμφωνία της 21ης Φεβρουαρίου μεταξύ Γιανούκοβιτς και αντιπολίτευσης (δηλ. να επανέλθει στην εξουσία ο Γιανούκοβιτς!) και να σχηματιστεί κυβέρνηση εθνικής ενότητας.
Οι προτάσεις αυτές ίσως φαίνονται απαράδεκτες από δυτικής πλευράς, αλλά πρέπει να εξεταστούν προσεκτικά – αφ’ ενός ως διαπραγματευτική αφετηρία για ένα συμβιβασμό, και αφ’ ετέρου γιατί έχουν λογική βάση. Η Ουκρανία έχει διαχρονικά τεράστια σημασία για τη Ρωσία, για ιστορικούς, στρατηγικούς και συμβολικούς λόγους, ενώ ειδικά η διατήρηση του ρωσικού ελέγχου επί της Κριμαίας πρέπει να θεωρείται ως απόλυτη ρωσική “κόκκινη γραμμή”. Η συμφωνία τελωνειακής σύνδεσης της Ουκρανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελούσε ούτως ή άλλως εστία προβληματισμού για τη Ρωσία, και η ανετοιμότητα της ΕΕ να ανταποκριθεί στις άμεσες οικονομικές δυσκολίες της Ουκρανίας έδωσε την ευκαιρία στη Ρωσία να δελεάσει τον πρόεδρο Γιανούκοβιτς με άμεση οικονομική βοήθεια ύψους 15 δις δολαρίων για να αποσπάσει την Ουκρανία από την ευρωπαϊκή σφαίρα επιρροής. Η αντίδραση της ΕΕ, με την ανοιχτή ενθάρρυνση των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων και της ανατροπής του Γιανούκοβιτς “μπροστά στη μύτη” της Ρωσίας, μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως ασυγχώρητη αφέλεια και άγνοια των θεμελιωδών αρχών της διεθνούς πολιτικής.
Γενικότερα, η Ρωσία αντιλαμβάνεται τις πρώην επαρχίες της Σοβ. Ένωσης ως στρατηγική σφαίρα επιρροής της, και η ιδιαίτερα επίμονη επέκταση της δυτικής επιρροής στις χώρες αυτές μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ υπήρξε πράγματι παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, υπό την έννοια πως ό,τι κέρδιζε η “Δύση”, το έχανε η Ρωσία. Πιστή στη ρεαλιστική σχολή, η ρωσική ηγεσία ανέχθηκε ό,τι δεν μπορούσε να αποτρέψει, αλλά μετά την ανάκαμψη της Ρωσίας η ανοχή της φαίνεται να έχει τελειώσει – όπως φάνηκε ιδίως το 2008 στη Γεωργία, αλλά και το 2013 στη Συρία. Η προϊούσα εξασθένηση του δυτικού στρατοπέδου, λόγω των οικονομικών κρίσεων αλλά και της απερίσκεπτης υπερεξάπλωσης των ΗΠΑ σε Ιράκ και Αφγανιστάν, διευκολύνει τη ρωσική στάση.
Από την άλλη πλευρά, η Δύση δεν έχει ούτε επαρκές κίνητρο, αλλά ούτε και τον τρόπο να επιβάλει τη θέλησή της στη Ρωσία στη συγκεκριμένη περίπτωση. Μια στρατιωτική αντιπαράθεση συμβατικού τύπου για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας είναι εκτός συζήτησης, καθώς θα διεξαγόταν υπό συντριπτικά ευνοϊκούς όρους για τη Ρωσία. Η απειλή πυρηνικής κλιμάκωσης θα ήταν η μόνη στρατιωτικά αξιόπιστη επιλογή, αλλά είναι μάλλον αδιανόητη για την υπεράσπιση μιας χώρας εκτός ΝΑΤΟ, και γι’ αυτό δεν έχει διατυπωθεί καν. Είναι επίσης εξαιρετικά αμφίβολη η πολιτική αξιοπιστία μιας τέτοιας απειλής προς τη Ρωσία: ήδη κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου ήταν αμφίβολη η αξιοπιστία της πυρηνικής δέσμευσης των ΗΠΑ για την υπεράσπιση της δυτικής Ευρώπης σε περίπτωση επιτυχούς σοβιετικής συμβατικής εισβολής, γιατί θα οδηγούσε σε πυρηνικά αντίποινα κατά του ηπειρωτικού εδάφους των ΗΠΑ. Τριάντα χρόνια μετά, μετά από χρόνια στρατιωτικής αποκλιμάκωσης και ενώ η Ουκρανία δεν είναι καν μέλος του ΝΑΤΟ, πώς θα μπορούσε μια πυρηνική δέσμευση για αυτήν να ακουστεί αξιόπιστη;
Η απειλή οικονομικής απομόνωσης της Ρωσίας έχει κάποια λογική, δεδομένου ότι οι δυτικές χώρες (και ιδίως η ΕΕ) είναι βασικές εξαγωγικές αγορές για τη Ρωσία, ιδιαίτερα για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Όμως η οικονομική απομόνωση της Ρωσίας θα είχε κόστος και για τις δυτικές χώρες, κυρίως αύξηση της τιμής των καυσίμων και επιβράδυνση της ανάπτυξης. Ειδικά για την Ευρωπαϊκή Ένωση και ακόμη ειδικότερα για τη Γερμανία, που προμηθεύεται περίπου το 40% του φυσικού αερίου και του πετρελαίου της από τη Ρωσία, το κόστος θα ήταν μεγάλο. Και το ερώτημα είναι, ποια πλευρά είναι περισσότερο διατεθειμένη να υποστεί το κόστος αυτό…
Όσο για τη διπλωματική απομόνωση, η Ρωσία ως μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ με δικαίωμα αρνησικυρίας δεν έχει να φοβάται καταδικαστικές αποφάσεις. Σε περίπτωση γενικότερης διπλωματικής ψύχρανσης, όπως και στην περίπτωση της οικονομικής απομόνωσης, το κόστος θα είναι αμοιβαίο για τις δυτικές δυνάμεις. Ένα πραγματικά σημαντικό διπλωματικό κόστος για τη Ρωσία είναι η επιβεβαίωση των φόβων των πρώην σοβιετικών επαρχιών (Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Λευκορωσία) και των πρώην κρατών του ανατολικού μπλοκ για τις μελλοντικές της προθέσεις. Με δεδομένο όμως ότι οι χώρες αυτές (με την εξαίρεση της Λευκορωσίας) έχουν ήδη προσεγγίσει το “δυτικό” στρατόπεδο, είναι πιθανό η Ρωσία να προτιμά στην παρούσα φάση μια δόση εκφοβισμού από τη μάταιη (εδώ και καιρό) προσπάθεια φιλικής επαναφοράς τους στη σφαίρα επιρροής της.
Είναι νωρίς για να προβλέψει κανείς την ακριβή κατάληξη της ουκρανικής κρίσης. Ένα όμως μπορεί με σχετική ασφάλεια να προβλεφθεί: ότι η κατάληξη της κρίσης (αντίθετα από τις ενέργειες που την ξεκίνησαν) θα λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη τα ρωσικά συμφέροντα… – ΠΗΓΗ
Κάντε Like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθείστε μας στο Twitter