Γράφει ο Γιάννης Νικήτας*
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες το περιβάλλον ασφαλείας στον ελλαδικό χώρο έχει μεταβληθεί δραματικά. Η δραματική αύξηση της εγκληματικότητας, ημεδαπούς και αλλοδαπούς, η εμφάνιση της απειλής της διεθνούς τρομοκρατίας καθώς και η αναμόχλευση αλυτρωτισμών εκ μέρους παραστρατιωτικών οργανώσεων θέτουν νέα δεδομένα στον ευαίσθητο τομέα της δημόσιας τάξης και ασφάλειας με προεκτάσεις που φθάνουν να αφορούν την εθνική άμυνα και ασφάλεια. Η ΕΛ.ΑΣ καταφέρνει να ανταπεξέρχεται, τις περισσότερες φορές οριακά στις απειλές που ανακύπτουν, θέτοντας επ’ αμφιβόλω την επιχειρησιακή της επάρκεια. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες επανέρχεται η ανάγκη για την δημιουργία (επανασύστασης) ενός σώματος αποκλειστικά υπεύθυνου για την ασφάλεια της επαρχίας, όμοιο με την περίπου πριν τρεις δεκαετίες καταργηθείσα θρυλική Χωροφυλακή.
Η Ελληνική Χωροφυλακή ήταν το πρώτο σώμα οργανωμένο στρατιωτικά με αστυνομικά καθήκοντα του Ελληνικού κράτους από κοινού με την Εθνοφυλακή, την Χωροφυλακή και την Διοικητική αστυνομία. Καθήκοντα της ήταν η αστυνόμευση της επαρχίας με εξαίρεση την Αθήνα, τον Πειραιά, την Πάτρα και την Κέρκυρα (την πόλη, όχι το νησί). Το 1984 συγχωνεύτηκε με την αστυνομία πόλεων σχηματίζοντας την Ελληνική Αστυνομία. Η απόφαση εκείνη, που φέρει έντονα τα χαρακτηριστικά του ιδεολογικού ρεβανσισμού, στέρησε το ελληνικό κράτος και κατ’ επέκταση την ελληνική κοινωνία από ένα άριστα οργανωμένο, με στρατιωτική εκπαίδευση και πειθαρχία σώμα για την αστυνόμευση της επαρχίας. Χρειάστηκε να έρθει η δεκαετία του ’90, με το πρωτοφανές κύμα εγκληματικότητας που έπληξε τη χώρα για να γίνει αντιληπτός ο λανθασμένος χαρακτήρας εκείνης της απόφασης, ακόμη και από τους ίδιους τους υπεύθυνους, χωρίς ωστόσο να τολμήσουν να διορθώσουν το λάθος στο οποίο υπέπεσαν.
Γιατί Χωροφυλακή; Θα μπορούσε να είναι το αρχικό μας ερώτημα. Για να το απαντήσουμε θα πρέπει να προβούμε σε ακριβή διάγνωση των μορφών απειλών που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα και την ικανότητα του σημερινού μοντέλου άμυνας και ασφάλειας να τις διαχειριστεί. Καταρχήν οφείλουμε να σημειώσουμε την ραγδαία αύξηση της εγκληματικότητας στην επαρχία που σχετίζεται τόσο με την προϊούσα οικονομική κρίση όσο κυρίως με την αύξηση της λαθρομετανάστευσης. Η ύπαιθρος έχει στην κυριολεξία κατακλυστεί τα τελευταία χρόνια με εκατοντάδες χιλιάδες αλλοδαπούς λαθρομετανάστες, μουσουλμανικής κυρίως προέλευσης, που πέραν των κακουργηματικών πράξεων στις οποίες προβαίνουν αποτελούν δυνητικό συνεργάτη ξένων κέντρων και παράκεντρων εξουσίας με στοχεύσεις που ξεπερνούν τα στενά όρια της δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Την ίδια στιγμή η πολιτική τρομοκρατία δείχνει να επανεμφανίζεται ενώ έχει εδώ και καιρό επισημανθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες δραστηριοποίηση πυρήνων ισλαμιστικής τρομοκρατίας σε ελληνικό έδαφος. Το σημαντικότερο όμως είναι πως κάνουν πλέον αισθητή την παρουσία τους εξτρεμιστικές ομάδες που στόχο έχουν την απόσπαση ελληνικών εδαφών από τον εθνικό κορμό ή έστω την απομείωση της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας σε αυτές τις περιοχές. Όλα τα παραπάνω είναι γνωστά στις ελληνικές αρχές οι οποίες όμως έχουν προς το παρόν επιλέξει την αποσιώπηση του θέματος και την προβολή εικόνας ανυπαρξίας προβλήματος.
Το κύριο βάρος για την αντιμετώπιση των υπόψη απειλών πέφτουν στους ώμους των ΕΕΔ και των Σωμάτων Ασφαλείας. Όσον αφορά τις πρώτες έχουμε να κάνουμε κάποιες παρατηρήσεις. Ο Ε.Σ που αναλαμβάνει και το κύριο βάρος αποτροπής και ανάσχεσης της απειλής, με εξαίρεση τις ειδικές του δυνάμεις, είναι προσανατολισμένος στην αντιμετώπιση της κύριας απειλής που προέρχεται από την πλευρά της Τουρκίας. Η φύση του, η δομή του, ο εξοπλισμός του και η εκπαίδευση του σε συνδυασμό με τα μικρά σχετικά του μεγέθη(με τάσεις περαιτέρω συρρίκνωσης) δεν του επιτρέπουν να διαθέσει σοβαρές δυνάμεις για την αντιμετώπιση παρόμοιων απειλών. Όσον αφορά δε τα Σώματα Ασφαλείας και συγκεκριμένα την ΕΛ.ΑΣ, αυτή έχει σοβαρά κενά σε δόγμα, εκπαίδευση, οργάνωση και βαρύ οπλισμό ώστε να ληφθεί σοβαρά υπόψη ως παράγοντας αποτροπής. Είναι λανθασμένη η άποψη που θέλει τα σώματα ασφαλείας εστιασμένα αποκλειστικά στην πάταξη της εγκληματικότητας την στιγμή που ανακύπτουν απειλές που απειλούν τον “σκληρό πυρήνα” της κρατικής και εθνικής ασφάλειας. Η επιλογή λοιπόν της στρατιωτικοποίησης των σωμάτων ασφαλείας αποτελεί μονόδρομο. Η λέξη στρατιωτικοποίηση δεν πρέπει να τρομάζει. Η εμπειρία έχει δείξει πως όσες υπηρεσίες κατά καιρούς αποστρατιωτικοποιήθηκαν (ΕΛ.ΑΣ, ΕΥΠ ακόμη και η ΕΜΥ) απώλεσαν μέρος της αποτελεσματικότητας τους και της επιχειρησιακής τους ικανότητας. Επιβάλλεται λοιπόν η δημιουργία ενός παραστρατιωτικού σώματος με ζώνη ευθύνης την επαρχία που θα εγγυάται την επιτυχή αντιμετώπιση της απειλής αλλά και θα συμβάλλει γενικότερα στην εθνική άμυνα αποτελώντας άξιο συμπαραστάτη του στρατού ξηράς.
Η Ελληνικών χωροφυλακή με την επανίδρυση της θα πρέπει να συγκροτηθεί διοικητικά σε περιοχές εθνικά ευαίσθητες και κυρίως κατά μήκος των συνόρων σε Ήπειρο, Μακεδονία και Θράκη. Οι πόλεις και οι κωμοπόλεις θα αστυνομεύονται από την Ελληνική Αστυνομία ενώ η Χωροφυλακή θα αναλάβει την αστυνόμευση κυρίως της υπαίθρου πλησίον των συνόρων που μαστίζεται από το έγκλημα. Η Χωροφυλακή δεν θα υποκαταστήσει την Ελληνική Αστυνομία απλά θα δρα ως συμπλήρωμα καίριας σημασίας στην Εθνική Ασφάλεια της χώρας ενώ παράλληλα δύναται να αναλάβει και επιπλέον αποστολές στρατιωτικού χαρακτήρα.
Όσο αφορά την πρώτη θα πρέπει να υιοθετηθεί το κάθετο σύστημα διοίκησης Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής (στην έδρα κάθε περιφέρειας)-Διοίκηση Χωροφυλακής (στην έδρα κάθε παλιού νομού)-Υποδιοίκηση Χωροφυλακής(στην έδρα κάθε Καλλικρατικού δήμου)-Τμημάτων Χωροφυλακής. Η στατική Χωροφυλακή θα περιορίζεται στην εκτέλεση τυπικών αστυνομικών καθηκόντων με σύνθεση και οργάνωση όχι πολύ διαφορετική από αυτήν της σημερινής αστυνομίας.
Μεγαλύτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην Κινητή Χωροφυλακή. Αυτή θα είναι οργανωμένη σε καθαρά στρατιωτικά πρότυπα και θα αποτελεί τη στρατηγική εφεδρεία της χωροφυλακής. Θα αποτελείται, τόσο από μονάδες με γεωγραφικό τομέα ευθύνης, όσο και από μονάδες απαλλαγμένες από συγκεκριμένη ζώνη ευθύνης και χώρο δράσης ολόκληρη την επικράτεια. Πιο συγκεκριμένα στην έδρα κάθε Ανωτέρας Διοίκησης Χωροφυλακής, θα σταθμεύει Λόχος Χωροφυλακής, αντίστοιχου της OMON της Ρωσικής αστυνομίας με πρόβλεψη δράσης σε διττό ρόλο: τόσο ως δύναμη riot police (ΜΑΤ) όσο και σαν ελαφρύ επίλεκτο πεζικό. Το σύνολο των λόχων Χωροφυλακής της επαρχίας θα βρίσκεται υπό την κεντρική διοίκηση Ταξιαρχίας Χωροφυλακής υπό τον ενδεικτικό τίτλο 1η Ταξιαρχία Κινητής Χωροφυλακής.
Επίσης θα υπάρχει και δεύτερη Ταξιαρχία Κινητής Χωροφυλακής αποτελούμενη από με έδρα την Αθήνα και 2 Μηχανοκίνητα Τάγματα Χωροφυλακής με έδρες την Αθήνα και τη Θεσ/νίκη και ζώνες ευθύνης τη νότια και βόρεια Ελλάδα αντίστοιχα που θα αποτελούν την “βαρειά” εφεδρεία του Σώματος. Ειδικά για τη Θράκη, την Ήπειρο, την Δυτική Μακεδονία και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου πρέπει να υπάρχει η πρόβλεψη διάθεσης πρόσθετων τμημάτων επιπέδου τάγματος ή ενισχυμένου λόχου κατά περίπτωση, κατά προτίμηση μηχανοποιημένων επί ελαφρών τροχοφόρων τεθωρακισμένων οχημάτων.
Το προσωπικό της θα εξευρεθεί από τη σημερινή ΕΛ.ΑΣ με μετάταξη όλων των αστυνομικών που υπηρετούν τόσο σε αστυνομικές διευθύνσεις συνοριακών νομών και την ονομάτιση τους σε χωροφύλακες μετά την ενδεδειγμένη εκπαίδευση βάσει των Ευρωπαϊκών συστημάτων. Θα υπάρξει μια σχολή αξιωματικών Χωροφυλακής και μια σχολή χωροφυλάκων όπου δεν θα εισάγεται κανείς με το σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων όπου όμως θα παρέχεται εκτός της ακαδημαϊκής/θεωρητικής, πρακτική εκπαίδευση με βάση στρατιωτικά πρότυπα ώστε να αποκλείονται οι αδύναμοι και ακατάλληλοι και το τελικό “προϊόν” να είναι υψηλού επιπέδου. Απαραίτητη είναι και η εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων των υποψήφιων στελεχών της Χωροφυλακής που θα δρα σαν ένα προπαρασκευαστικό στάδιο για τη φοίτηση τους στις σχολές. απαραίτητη είναι η σύσταση Τμημάτων Επιχειρήσεων Χωροφυλακής που θα αποτελούν τον κύριο επιχειρησιακό βραχίονα της στατικής χωροφυλακής προσφέροντας την αριθμητική μάζα εκείνη που απαιτείται για την ανάληψη αστυνομικών επιχειρήσεων ευρείας κλίμακας στην ύπαιθρο.
Όπως προελέχθη τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα ως κράτος και ως κοινωνία βιώνει τα αποτελέσματα της αλόγιστης εισόδου λαθρομεταναστών, μουσουλμανικής κυρίως προέλευσης, στη χώρα ο ακριβής αριθμός των οποίων είναι δύσκολο να εξακριβωθεί. Ταυτόχρονα μειονότητες θρησκευτικής μορφής βρίσκονται στο στάδιο του ελέγχου τους από ξένα κέντρα εξουσίας και αρχίζουν να θέτουν επιτακτικά θέμα αυτοπροσδιορισμού και σε μέλλοντα χρόνο αυτοδιάθεσης. Αλυτρωτισμοί σιγοβράζουν στην γειτονιά μας και ο μόνος λόγος που δεν έχουν ακόμη εκδηλωθεί είναι η έλλειψη παρουσίασης της κατάλληλης ευκαιρίας. Η χωροφυλακή, κυρίως στη μορφή της Κινητής Χωροφυλακής, έρχεται ως απάντηση στις παραπάνω μορφές απειλών.
Στα καθήκοντα της μπορούν να περιλαμβάνονται:
1. Η αντιμετώπιση των ασύμμετρων απειλών.
2. Η ευρύτερη συμμετοχή στην εθνική άμυνα.
3. Ασφάλεια μετόπισθεν.
4. Πολιτική άμυνα και προστασία.
5. Έλεγχος- Φύλαξη συνόρων.
6. Συμμετοχή σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις και διεθνής εκπροσώπηση της χώρας.
7. Φύλαξη ευαίσθητων στόχων και υποδομών εν καιρώ ειρήνης.
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό πως ο εξοπλισμός της Χωροφυλακής δεν μπορεί να περιορίζεται σε ελαφρύ οπλισμό αλλά οφείλει να ενισχυθεί με βαρύτερο οπλισμό ώστε να είναι σε θέση να φέρει σε πέρας την αποστολή της. Ο φορητός οπλισμός εκτός από τα κλασσικά πιστόλια θα πρέπει να περιλαμβάνει και ευρεία γκάμα φορητού οπλισμού, πολυβόλων, φορητών αντιαρματικών, τυφεκίων ελεύθερου σκοπευτή, καραμπινών κτλ. Όσον αφορά τα οχήματα αυτά εστιάζονται σε σύγχρονα περιπολικά οχήματα, μοτοσυκλέτες, απλές και enduro, σύγχρονα οχήματα SUV και ημιφορτηγά. Πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια τα οχήματα να διαθέτουν κάποιο στοιχειώδες επίπεδο βαλλιστικής προστασίας χωρίς όμως υποβάθμιση των επιδόσεων στους τομείς της ταχύτητας και της ευελιξίας. Να σημειωθεί πως η Χωροφυλακή επιβάλλεται να διαθέτει οχήματα κατηγορίας MRAP.
Η πρόταση για επαναδημιουργία της Χωροφυλακής είναι δεδομένο πως θα προκαλέσει αντιδράσεις από εκείνους που δεν μπορούν να απαλλαγούν από τα φαντάσματα του παρελθόντος και θέλουν να βλέπουν την χωροφυλακή αλλά και τα σώματα ασφαλείας γενικά σαν κατασταλτικό μηχανισμό. Μια σύγχρονη όμως και απαλλαγμένη από φοβικά σύνδρομα και ιδεολογικές αγκυλώσεις κοινωνία οφείλει να κοιτάζει μπροστά και όχι προς τα πίσω. Η ανάγκη για επαναδημιουργία της Χωροφυλακής είναι επιτακτική και δεν πρέπει να καθυστερήσει. Οι εξελίξεις τρέχουν και αλίμονο σε εκείνον που δεν έχει μάθει να προσαρμόζεται ανάλογα, βρίσκοντας τις κατάλληλες λύσεις στα όποια προβλήματα ανακύπτουν.