Την άμεση στρατιωτική συνδρομή της Γαλλίας προς την Ελλάδα και αντιστρόφως, σε περίπτωση που υπάρξει επίθεση από τρίτη χώρα, ακόμη και αν αυτή η χώρα είναι μέσα στο πλαίσιο των συμμαχιών τους (όπως π.χ. η Τουρκία που είναι μέλος του ΝΑΤΟ), προβλέπει, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, η συμφωνία που υπέγραψαν οι Κυριάκος Μητσοτάκης και Εμανουέλ Μακρόν στο Παρίσι.
Παράλληλα, όπως τονίζεται, η Ελλάδα θα παραλάβει σε χρόνο – ρεκόρ, 3+1 φρεγάτες Belh@rra με πλήρη εξοπλισμό αεράμυνας και ανθυποβρυχιακού πολέμου και δυνατότητες να καταρρίπτουν εναέριους στόχους σε πολύ μεγάλες αποστάσεις. Οι φρεγάτες, με την υψηλή τεχνολογία και τα μεγάλου βεληνεκούς οπλικά τους συστήματα θα λειτουργήσουν ως πολλαπλασιαστής ισχύος στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς πέρα από τις αυξημένες δυνατότητες θα είναι απολύτως συμβατές ώστε να «συνεργάζονται» με τα μαχητικά Rafale.
Όπως έλεγαν κυβερνητικά στελέχη, η κυβέρνηση εξοπλίζει το Πολεμικό Ναυτικό με το βλέμμα στο μέλλον, καθώς οι 3 φρεγάτες (με option για άλλη μια), αγοράζονται από την Ελλάδα στην πιο συμφέρουσα τιμή, με πλήρη οπλισμό και με χρόνο παράδοσης-ρεκόρ. Η πρώτη υπερσύγχρονη «ψηφιακή» φρεγάτα αναμένεται να παραδοθεί το 2025 και η τελευταία το 2026.
Με αυτό τον τρόπο ενισχύεται η ασφάλεια της χώρας μας, καθώς Ελλάδα και Γαλλία έχουν δεσμευθεί μέσω της στρατηγικής εταιρικής συμφωνίας , πέρα και πάνω από υπάρχουσες δομές (ΝΑΤΟ και ΕΕ) να συνδράμουν στρατιωτικά η μια την άλλη σε περίπτωση που παραστεί ανάγκη. Ωστόσο η διμερής συμφωνία έχει και καθαρά ευρωπαϊκή διάσταση, καθώς συνιστά αποδοχή του δόγματος της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τις δύο χώρες και αποτελεί ένα ουσιαστικό βήμα σε αυτή την κατεύθυνση.
Ουσιαστικά Ελλάδα και Γαλλία με τη διμερή συμφωνία η οποία εγγυάται τη συνεργασία των δύο χωρών στην άμυνα και στην εξωτερική πολιτική, λειτουργούν μέσα στο πλαίσιο των συμμαχιών τους και ενδυναμώνουν τη πολιτική της στρατηγικής αυτονομίας της Ε.Ε.και εμβαθύνουν τη σχέση των δύο χωρών μέσα στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παράλληλα η συμφωνία προβλέπει την εξασφάλιση 3 υπερσύγχρονων κορβετών Gowind (με option για άλλη μία) με πλήρη εξοπλισμό. Η Ελλάδα κινήθηκε γρήγορα και εξασφάλισε μια πολύ ισχυρή αμυντική συνεργασία μετά τις ανακατατάξεις από τη συμφωνία AUKUS.
Όπως τονίζεται από το Μαξίμου, πιο συγκεκριμένα, η Ελλάδα θα αποκτήσει 3 φρεγάτες FDI HN (Hellenic Navy), με διαμόρφωση η οποία επελέγη από το ίδιο το Πολεμικό μας Ναυτικό, και η οποία είναι ισχυρότερη από την αντίστοιχη γαλλική.
Το πλοίο ανήκει στην επόμενη γενιά «ψηφιακών» φρεγατών, και εξοπλίζεται με το κορυφαίο ραντάρ SeaFire. Το τελευταίο συνδυάζεται με τους υπερσύγχρονους αντιαεροπορικούς πυραύλους ASTER 30, στην πλέον τελευταία τους έκδοση. Ο συνδυασμός SeaFire/ASTER 30 θα προσφέρει αεράμυνα περιοχής στις Μονάδες του Στόλου, σε αποστάσεις που υπερβαίνουν τα 100 χιλιόμετρα, ενώ ταυτόχρονα θα διαθέτει και Αντιβαλλιστικές Ικανότητες.
Δηλαδή το Πολεμικό Ναυτικό αποκτά για πρώτη φορά στην ιστορία του, πλοία που θα έχουν δυνατότητα να καταρρίπτουν εναέριους στόχους σε πολύ μεγάλες αποστάσεις, ενώ θα μπορούν να προσφέρουν και προστασία απέναντι σε βαλλιστικούς πυραύλους. Ο οπλισμός συμπληρώνεται από προηγμένο πυροβόλο των 76 χιλιοστών, αλλά και σύστημα RAM των 21 πυραύλων, που ολοκληρώνει την αντιαεροπορική/αντιβληματική ασπίδα του πλοίου.
Η νέα φρεγάτα του Πολεμικού μας Ναυτικού, εκτός από εξελιγμένες αντιαεροπορικές δυνατότητες, διαθέτει και κορυφαίες ανθυποβρυχιακές ικανότητες, χάρη στο παγκοσμίως πρωτοπόρο sonar CAPTAS-4. Το τελευταίο θα συνδυαστεί με τα υπερσύγχρονα ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα MH-60R που πρόσφατα αγόρασε η χώρα μας από τις ΗΠΑ και θα παραδοθούν στις αρχές του 2022. Τον ανθυποβρυχιακό οπλισμό συμπληρώνουν υπερσύγχρονες ανθυποβρυχιακές τορπίλες.
Ο οπλισμός εναντίον πλοίων περιλαμβάνει τους πλέον εξελιγμένους «ψηφιακούς» Exocet MM40 Block 3c, με ικανότητα κρούσης σε μεγάλες αποστάσεις, ενώ ταυτόχρονα έχουν και δυνατότητα να πλήξουν παράκτιους στόχους. Ο εξοπλισμός των νέων μας «ψηφιακών» φρεγατών συμπληρώνεται από υπερσύγχρονα ηλεκτρονικά συστήματα, τα οποία ολοκληρώνονται πάνω στο κορυφαίο παγκοσμίως γαλλικό Κέντρο Πληροφοριών Μάχης SETIS.
Μαξίμου: Τι σηματοδοτεί η συμφωνία
Όπως τονίζεται από την ελληνική κυβέρνηση:
«1. Η Συμφωνία επισφραγίζει την στενή συμμαχική σχέση που έχουν αναπτύξει οι δύο χώρες , αναβαθμίζει το γεωπολιτικό αποτύπωμα της Ελλάδας στην Ευρώπη και στην περιοχή, ενισχύει τις αποτρεπτικές δυνατότητες της χώρας με την ανακοίνωση για την απόκτηση τριών νέων γαλλικών φρεγατών (οι λεπτομέρειες θα οριστικοποιηθούν μέσα στους επόμενους μήνες).
2. Η Συμφωνία περιέχει (άρθρο 2) ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής σε περίπτωση που μια από τις δύο χώρες δεχθεί επίθεση στην επικράτειά της. Με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα θωρακίζεται έναντι απειλών ιδιαίτερα στην Ανατολική Μεσόγειο. Ταυτόχρονα, μέσω της συμφωνίας αποκτά ουσία το άρθρο 42, παράγραφος 7 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ρήτρα αμοιβαίας άμυνας.
3. Με τη συμφωνία Ελλάδα και Γαλλία υπερβαίνουν τις υποχρεώσεις η μία έναντι της άλλης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα, ενισχύουν τον ευρωπαϊκό πυλώνα της άμυνας και το ΝΑΤΟ, καθώς πρόκειται για δύο χώρες-μέλη της Ε.Ε, αλλά και συμμάχους στο ΝΑΤΟ.
4. Τη Συμφωνία συνοδεύει ανακοίνωση για την απόκτηση από το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό τριών γαλλικών φρεγατών.
5. Η Συμφωνία προβλέπει συνεργασία στην άμυνα και στην εξωτερική πολιτική. Με αυτό τον τρόπο η Ελλάδα πρωταγωνιστεί, όπως είχε προαναγγείλει ο Κυριάκος Μητσοτάκης από τη ΔΕΘ, καθώς και στις δηλώσεις του στη Σύνοδο Κορυφής της EUMED, στη συζήτηση για την ανάγκη στρατηγικής αυτονομίας της Ε.Ε.
6. Η Μεσόγειος ανοίγει δρόμους. Η ελληνογαλλική συμφωνία στρατηγικής εταιρικής σχέσης είναι ένα πρώτο μεγάλο βήμα προς την κατεύθυνση της στρατηγικής αυτονομίας της Ε.Ε.
7. Ήδη από την ομιλία του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ o Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε για την ανάγκη ανάπτυξης των αναγκαίων αμυντικών ικανοτήτων, ώστε η Ευρώπη να μπορεί να ανταποκρίνεται άμεσα σε προκλήσεις, στην ευρύτερη γειτονιά της, όπως στη Μεσόγειο, στη Μέση Ανατολή και στο Σαχέλ, όπου το ΝΑΤΟ δεν θα είναι «παρών».
8. H Συμφωνία προβλέπει τακτικές διαβουλεύσεις των υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας των δύο χωρών τόσο για θέματα ασφάλειας και άμυνας, όσο και για περιφερειακά και διεθνή ζητήματα, υβριδικές απειλές, θαλάσσια ασφάλεια, μετανάστευση».