Του Γεωργίου Β. Κασσαβέτη Επισμηναγού (Ι) ε.α. – τ. Κυβερνήτου Ο.Α.
Στις 29 Αυγούστου συμπληρώνονται 69 χρόνια από την συντριβή της κομμουνιστικής ανταρσίας (1944-49), η οποία στοίχισε στη χώρα 110.000 νεκρούς και τη γύρισε δεκάδες χρόνια πίσω. Χάριν της θυσίας των χιλιάδων παλληκαριών του Στρατού και της Αεροπορίας, τα οποία έδωσαν την τελική μάχη στις κακοτράχαλες αετοράχες του Γράμμου και του Βιτσίου, στις οποίες είχαν οχυρωθεί οι επίορκοι ολετήρες του έθνους και επί χρόνια προετοιμάζοντο να δώσουν εκεί, όπου εκείνοι λόγω θέσεως πλεονεκτούσαν, την τελική μάχη.
Υπό κανονικές συνθήκες η 29η Αυγούστου θα έπρεπε να έχει καθιερωθεί ως επίσημη γιορτή της Δημοκρατίας, διότι τότε διεσώθη η δημοκρατία στη χώρα και όχι την 24η Ιουλίου, ημερομηνία επιστροφής των επαγγελματιών του πολιτικού συστήματος. Δυστυχώς σύσσωμο το πολιτικό κατεστημένο της χώρας, χάριν μιας αθλίας πολιτικής σκοπιμότητος, η οποία αναμφιβόλως αποτελεί χαριστική παραχώρηση προς το ηττηθέν Κομμουνιστικό Κόμμα, όχι μόνο δεν αναγόρευσε την ημερομηνία αυτή ως εθνική γιορτή, αλλά αρνείται πεισματικά να συμμετάσχει στις διοργανούμενες κατ’ έτος γιορτές. Αν η επέτειος αυτή τιμάται κάθε χρόνο στα μνημεία της Βούρμπγιανης και του Βιτσίου, τούτο οφείλεται αποκλειστικά στις Ενώσεις Αποστράτων Αξιωματικών του Στρατού Ξηράς και της Πολεμικής Αεροπορίας. Αν όμως η θυσία όλων εκείνων των νέων που αγωνίστηκαν για να διατηρηθεί η δημοκρατία στη χώρα που γεννήθηκε δεν αναγνωρίζεται σήμερα, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να μειωθεί το μέγεθος της προσφοράς τους.
Φυσικά η άλλη πλευρά, που έχει κάθε λόγο να κουκουλώσει τα φρικτά της εγκλήματα και να εμφανισθεί με λευκό ποινικό μητρώο εκδηλώνει με κροκοδείλια δάκρυα την «ιερή αγανάκτησή» της για την «πρόκληση», τις «γιορτές μίσους», την «αναμόχλευση των παθών» και όλα τα συναφή, τα οποία αποτελούν την μόνιμη επωδό των τελευταίων εξήντα ετών. Αυτό όμως δεν την εμποδίζει να οργανώνει τις δικές της ανάλογες γιορτές, τις οποίες με φαρισαϊκή υποκρισία βαφτίζει «γιορτές μνήμης». Επ’ αυτού η απάντηση που της οφείλουμε είναι η εξής.. Όλοι εμείς που θρηνήσαμε θύματα κατά την διάρκεια της αποτρόπαιης εγκληματικής ανταρσίας της, έχουμε αποδεχθεί πρώτοι τη λήθη και την έχουμε συγχωρήσει. Εκείνο όμως που αρνούμαστε να δεχθούμε είναι η παραχάραξη της ιστορίας. Διότι αυτή περνάει πάνω απ’ τους τάφους των χιλιάδων θυμάτων μας, η ιστορική σκύλευση των οποίων ισοδυναμεί με επαίσχυντη προδοσία.
Με την ευκαιρία της φετινής 69ης επετείου, κρίνουμε ιστορικά χρήσιμο να παρουσιάσουμε το Σχέδιο Επιχειρήσεων των Κομμουνιστοσυμμοριτών κατά τον Συμμοριτοπόλεμο 1946 – 49, ένα άγνωστο για τους περισσότερους Έλληνες σχέδιο. Πρόκειται για το «Σχέδιο Λίμνες», το οποίο περιλαμβάνει τον κύριο και πρωταρχικό αντικειμενικό στόχο της ηγεσίας του ΚΚΕ, κατά τον προδοτικό και καταστροφικό αυτό πόλεμο. Αναλυτικότερα:
Το χρονικό διάστημα μεταξύ Απριλίου και Σεπτεμβρίου 1947 αποτελεί την πλέον κρίσιμη και αποφασιστική περίοδο για την ηγεσία του ΚΚΕ. Είναι το διάστημα που εκτιμά, πρώτον ότι τα περιθώρια για πολιτική λύση του ελληνικού προβλήματος – ακριβέστερα του δικού της προβλήματος – έχουν εξαντληθεί και δεύτερον ότι ο συνδυασμός των πολιτικών αγώνων με το ένοπλο κίνημα δεν απέδωσε. Κατά την νεώτερη λοιπόν εκτίμησή της το κόμμα είναι σε θέση να επικρατήσει σε μία ένοπλη αναμέτρηση με αντιπάλους «τη μοναρχοφασιστική» κυβέρνηση και τους «ξένους ιμπεριαλιστές», υπό την προϋπόθεση της υποστήριξης της Σοβιετικής Ενώσεως και της Γιουγκοσλαβίας.
Στις 11 και 12 Σεπτεμβρίου του 1947 συνέρχεται η 3η Ολομέλεια του ΚΚΕ. Στις εργασίες της, πέραν των έξι μελών του Πολιτικού Γραφείου: Ζαχαριάδης, Μάρκος Βαφειάδης, Γιάννης Ιωαννίδης, Λ. Στρίγγος, Πέτρος Ρούσος και Γ. Ερυθριάδης – σημειωτέον ότι ένα κλιμάκιο του Πολιτικού Γραφείου δρούσε παρανόμως στην Αθήνα – συμμετείχαν και τέσσερα (4) ανώτατα στρατιωτικά στελέχη, ήτοι ο Στέφανος Παπαγιάννης επιτελάρχης του «Δημοκρατικού Στρατού» και οι Γ. Κικίτσας αρχηγός της Διοικήσεως Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, ο Ν. Κανακαρίδης αρχηγός της Διοικήσεως Θράκης και Δ. Λασσάνης αρχηγός Διοικήσεως Αν. Μακεδονίας. Κατά τη διάρκεια των εργασιών της 3ης Ολομέλειας αφ΄ενός μεν «επιβεβαιώθηκε» ότι υπάρχουν οι στρατιωτικές προϋποθέσεις για την επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού, αφ΄ετέρου δε εγκρίθηκε το στρατιωτικό σχέδιο για την υλοποίησή του. Το σχέδιο στο οποίο δόθηκε ο κωδικός όρος «Λίμνες», υπεγράφη από τα παρόντα μέλη και εγκρίθηκε από την Ολομέλεια. Λίγο αργότερα για τυπικούς λόγους θα εγκριθεί και από το κλιμάκιο της Κεντρικής Επιτροπής που βρισκόταν στην Αθήνα.
Ο χρόνος υλοποιήσεως του σχεδίου δεν ήταν ακριβώς προσδιορισμένος, πλην όλοι πίστευαν ότι η εφαρμογή του θα άρχιζε την Άνοιξη του 1948. Το σχέδιο προέβλεπε την κατάληψη ολοκλήρου της Μακεδονίας και της Θράκης – αναλόγως δε με τις δυνατότητες και της Ηπείρου – και την εγκαθίδρυση Λαϊκής Δημοκρατίας με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Το μέρος όμως του σχεδίου που φαντάζει αστείο και αποδεικνύει την ανύπαρκτη επιτελική κατάρτιση των ανθρώπων που το κατάρτισαν, είναι οι προϋποθέσεις στις οποίες βασιζόταν η υλοποίησή του.
Εντός εξαμήνου – Σεπ 1947, Μαρ 1948 – ο «Δημοκρατικός Στρατός» θα έπρεπε να τριπλασιαστεί και από 20.000 περίπου την περίοδο εκείνη να φτάσει στις 60.000. Αυτή ήταν η πρώτη προϋπόθεση. Η δεύτερη, η οποία ήταν απαραίτητη για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, ήταν η δημιουργία ειδικού εκστρατευτικού σώματος. Τέλος το μέρος των προϋποθέσεων, το οποίο ήταν εντελώς εκτός πραγματικότητος και κοινής στρατιωτικής λογικής ήταν εκείνο που προέβλεπε, ότι τα ασκέρια των βιαίως στρατολογημένων ανταρτών θα έπρεπε να μετατραπούν – τίνι τρόπω άραγε – σε τακτικό στρατό και ότι το «κράτημα» της Θεσσαλονίκης θα ανελάμβανε «Καταδιωκτική Αεροπορία», «Ταχυκίνητα Πλοία» και «Βαρύς Οπλισμός». Που θα εγκαθίσταντο αυτά τα καταδιωκτικά αεροπλάνα, ποιοι θα τα πετούσαν και πως θα επιβίωναν από τα πυρά της εμπειροπόλεμης και υπέρτερης Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας, είναι μία άλλη ιστορία.
Βέβαια δεν ήταν λίγοι απ’ τους συμμετέχοντες στις εργασίες της 3ης Ολομέλειας, οι οποίοι δειλά μεν, πλην κατά τρόπο σαφή, επεσήμαναν τη χαώδη αναντιστοιχία μεταξύ των υπαρχόντων και των απαιτουμένων για την υλοποίηση του σχεδίου μέσων. Ουδείς όμως έφερε αντιρρήσεις, όταν μέσα σε κλίμα πανηγυρισμού ο Ζαχαριάδης τους διαβεβαίωνε για την εξασφάλισή τους. Ποιος τον είχε πείσει για τον εφοδιασμό του «Δημοκρατικού Στρατού» με αεροπλάνα διώξεως και ταχυκίνητα πλοία είναι απορίας άξιον.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί, ότι η 3η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ ενέκρινε αποφάσεις του Ν. Ζαχαριάδη, οι οποίες είχαν ληφθεί τουλάχιστον έξι (6) μήνες νωρίτερα. Τούτο αποδεικνύεται αφ’ ενός μεν από επιστολή του Ζαχαριάδη προς τον Τίτο στις 22 Απριλίου του 1947, με την οποία τον ενημέρωνε για το όλο σχέδιο, αφ’ ετέρου δε από τα πρακτικά των συζητήσεων του Ζαχαριάδη με τον Στάλιν, τον Μάιο του 1947. Αν δε κρίνομε από τη ρητή διαβεβαίωση του Ζαχαριάδη, περί εξασφαλίσεως των απαιτουμένων για την υλοποίηση του «Σχεδίου Λίμνες» μέσων, τότε οδηγούμεθα στο συμπέρασμα, ότι τόσο ο Στάλιν, όσο και ο Τίτο του τον είχαν διαβεβαιώσει, ότι θα συνδράμουν τον αγώνα του.
Βέβαια τα πρώτα σύννεφα της σκληρής πραγματικότητος, η οποία απεδείκνυε ότι η αισιοδοξία της 3ης Ολομέλειας δεν είχε σοβαρές βάσεις, δεν θα αργήσουν να φανούν. Πράγματι τον Δεκέμβριο του 1947 το Δεύτερο Κλιμάκιο του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ θα διαπιστώσει, ότι υπάρχει σοβαρή καθυστέρηση στην ικανοποίηση των όρων του σχεδίου, ότι πολλά από τα στοιχεία του σχεδίου δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και τέλος, ότι οι προοπτικές της αριθμητικής ανάπτυξης του «Δημοκρατικού Στρατού» δεν εστηρίζοντο σε ψύχραιμους υπολογισμούς.
Σε σχετική ανακοίνωση του Πολιτικού Γραφείου στις 9 Δεκεμβρίου του 1947 αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής: «Έγιναν πλάνα στρατολογίας για κάθε περιφερειακό αρχηγείο. Τα πλάνα έγιναν μηχανικά, γραφειοκρατικά, χωρίς πρώτα να παρουσιαστεί η πραγματική κατάσταση των αρχηγείων, η ικανότης τους, οι δυσκολίες που μας δημιούργησε ο εχθρός με την εκκένωση των χωριών». Ένα χρόνο αργότερα -15 Νοεμβρίου 1948 – κατά την πάγια τακτική του ΚΚΕ να βρίσκει εξιλαστήρια θύματα -, οι ευθύνες θα φορτωθούν στον αρχιστράτηγο του «Δημοκρατικού Στρατού» Μάρκο Βαφειάδη. Ήταν η εποχή που ο Μάρκος είχε διατυπώσει γραπτά την άποψη, ότι «στην 3η Ολομέλεια πάρθηκαν αποφάσεις πέρα για πέρα ανεδαφικές».
Στο ίδιο μήκος κύματος κι ένα άλλο μέλος του Πολιτικού Γραφείου, που είχε λάβει μέρος στην 3η Ολομέλεια, ο Γ. Ερυθριάδης, θα διατυπώσει τον Ιανουάριο του 1949 τις εξής εκτιμήσεις: « α) Πηγαίνοντας για την 3η Ολομέλεια, Σεπτέμβριος 1947, δεν είχαμε μία ολοκληρωμένη εικόνα της καινούριας κατάστασης που δημιουργήθηκε στη χώρα μας με την αμερικανική παρέμβαση προς όφελος του μοναρχοφασισμού. β) Σωστά και στο σύνολό της δεν εχτιμήσαμε την πολιτική του μοναρχοφασισμού και την επιδίωξή του με το μαζικό ξεσπίτωμα του αγροτικού πληθυσμού της ορεινής κυρίως Μακεδονίας, που αποτελούσε τη μαζική δική μας επιστρατευτική βάση».
Και το ερώτημα κάθε απλού λογικού ανθρώπου είναι το εξής. Όσο κι αν τα ετερόκλητα στοιχεία τα οποία αποτελούσαν την τότε ηγεσία του ΚΚΕ ήσαν άσχετα με την επιστήμη του πολέμου, δεν έβλεπαν ότι η υλοποίηση του μεγαλεπήβολου σχεδίου ήταν ουτοπική; Και ειδικότερα:
α. Με ποιο τρόπο η δύναμη του «Δημοκρατικού Στρατού» θα τριπλασιαζόταν σε διάστημα έξι (6) μηνών, όταν η ελεγχόμενη απ ’τους Συμμορίτες ύπαιθρος είχε εκκενωθεί από την ελληνική κυβέρνηση;
β. Με τι μαγικά ραβδάκια, το άτακτο αυτό ασκέρι των καπνεργατών, των ναυτεργατών και των βιαίως στρατολογηθέντων αγροτών και των 14χρονων παιδιών (αγοριών- κοριτσιών), θα μετατρεπόταν σε τακτικό στρατό, ώστε να μπορεί να αναμετρηθεί, επί ίσοις όροις, με τον εθνικό στρατό της χώρας;
γ. Ποιοι θα ήσαν αυτοί οι ελίτ, οι οποίοι θα συγκροτούσαν το περίφημο εκστρατευτικό σώμα και πως θα καταλάμβαναν την Θεσσαλονίκη, όταν ήταν δεδομένο ότι δεν μπόρεσαν να καταλάβουν μικρότερες πόλεις, όπως την Άμφισσα, το Μέτσοβο, τη Φλώρινα, τη Νάουσα και την Κόνιτσα;
δ. Πού θα στάθμευαν, ποιοι θα τα πετούσαν και πως θα επιβίωναν αυτά τα αεροπλάνα της « καταδιωκτικής αεροπορίας» ,η οποία προεβλέπετο στο Σχέδιο για «το κράτημα της Θεσσαλονίκης» ;
ε. Τέλος πόσα θα ήσαν, ποιοι θα τα κυβερνούσαν και που θα ελιμενίζοντο αυτά τα ταχυκίνητα πλοία, τα οποία επίσης θα συνέβαλαν στη διατήρηση της κατοχής της Θεσσαλονίκης;
Αλλά και αν δεχθούμε ότι οι διαβεβαιώσεις για ενίσχυση του αγώνα δικαιολογούσαν και την αισιοδοξία του Ζαχαριάδη, ο οποίος πληροφορεί τον Τίτο, στις 12 Αυγούστου του 1947, ότι «το πολύ μέχρι την άνοιξη του 1948 ο αγώνας θα έχει στεφθεί με επιτυχία» και τη φιλοδοξία των καπεταναίων του ΕΛΑΣ, οι οποίοι ηγούντο του «Δημοκρατικού Στρατού», να κυβερνήσουν τη χώρα, τα σημάδια που διαδέχοντο το ένα το άλλο, δεν έπρεπε να τους συνεγείρουν, ώστε να εγκαταλείψουν τον προδοτικό τους αγώνα, ο οποίος αποσκοπούσε στην υποδούλωση της χώρας;
Ειδικότερα:
α. Δεν ήταν σημάδι για την αρνητική εξέλιξη του αγώνα τους, όπως αποδεικνύεται από έγγραφο του ΚΚΕ προς το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης και της Γιουγκοσλαβίας την 6/10/47, ότι ο «Δημοκρατικός Στρατός» με την έλευση του χειμώνα, αντιμετωπίζει οξύτατα προβλήματα ιματισμού και υπόδησης και η μεν Σοβιετική Ένωση απαντά, ότι «δεν μπορεί να κάνει τίποτα», η δε Γιουγκοσλαβία, ότι «τα αποθέματα έχουν εξαντληθεί»;
β. Δεν ήταν απόδειξη ότι ο Στάλιν, προσποιούμενος ότι δήθεν οι διεθνείς συνθήκες δεν το επιτρέπουν, αρνείται καθ’ όλη τη διάρκεια του Συμμοριτοπολέμου να αναγνωρίσει την «Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση», ή «Κυβέρνηση του Βουνού» του ΚΚΕ και το ίδιο πράττουν και όλες συλλήβδην οι Σοσιαλιστικές Λαϊκές Δημοκρατίες;
γ. Τί κάνουν οι ηγέτες του ΚΚΕ, όταν στα μέσα του 1948, ο Τίτο ο οποίος είναι ο κύριος τροφοδότης του αγώνα τους διαφωνεί με τον Στάλιν, τους διακόπτει κάθε βοήθεια, τους κλείνει τα σύνορα και τους γυρίζει την πλάτη;
δ. Γιατί συνεχίζουν τον αγώνα, όταν ξεμένουν με μοναδικούς συμμάχους την Αλβανία και την Βουλγαρία και όταν για μεν την πρώτη ισχύει η ρήση «ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος», για δε τη δεύτερη ότι ούτε θέληση ούτε δυνατότητα υπάρχει;
Πέραν όμως των αδιαμφισβητήτων αυτών αποδείξεων, οι οποίες συνθέτουν την πλήρη αδυναμία του «Δημοκρατικού Στρατού» να υλοποιήσει το μεγαλεπήβολο και εκτός πάσης πραγματικότητος σχέδιο της δημιουργίας Λαϊκής Δημοκρατίας στη Β. Ελλάδα, υπάρχουν και γενικότερα στοιχεία, τα οποία δεν ελήφθησαν υπ’ όψιν από την τότε ηγεσία του ΚΚΕ, για τα οποία δεν έχουν δοθεί σαφείς εξηγήσεις μέχρι σήμερα. Συγκεκριμένα.
α. Ήταν δυνατή η επιτυχία μιας κοινωνικής επανάστασης καθοδηγούμενης μάλιστα από κομμουνιστάς σε μια Δυτική Δημοκρατία;
β. Μπορούσε ένα λαϊκό κίνημα – όσο ισχυρό κι αν ήταν – να ανατρέψει γεωπολιτικές ισορροπίες, όπως αυτές είχαν οριοθετηθεί από τους ισχυρούς της Γης στη Συνδιάσκεψη της Γιάλτας;
γ. Τέλος μπορούσε να υπάρχουν «επαναστατικά αποθέματα» σε ένα λαό, ο οποίος πολέμησε επί έξι μήνες δύο αυτοκρατορίες και είχε υποστεί μία πολυετή τριπλή κατοχή;
Το παρήγορο βέβαια είναι ότι αν εξαιρέσει κανείς τις θέσεις μερικών αμετανόητων στελεχών της παλαιοημερολογίτικης εξτρεμιστικής Κομμουνιστικής Αριστεράς, όλοι οι νηφάλιοι Έλληνες συμπεριλαμβανομένων και πολλών στελεχών της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ, συμφωνούν με την λυτρωτική κραυγή του ιστορικού στελέχους του ΚΚΕ Τάκη Λαζαρίδη «Ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι».
Η πιο αποστομωτική απάντηση όμως σε όλα αυτά τα αμείλικτα ερωτήματα δίδεται από το πιο αυθεντικό και ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς, τον Λεωνίδα Κύρκο. Σε μία εφ’ όλης της ύλης εκ βαθέων εξομολόγησή του στην «Καθημερινή της Κυριακής» της 3.12.06, ο Λεωνίδας Κύρκος ομολογεί τα εξής αποκαλυπτικά: « Ήρθε η στιγμή που μπορούσα να δω πολλά πράγματα από τη συμπεριφορά του Ζαχαριάδη, δεν τα είδα και νιώθω μια ευθύνη. Δεν ασκούσα τότε βέβαια καμιά επιρροή. Ήμουν ένα στελεχάκι της βάσης που δεν μετείχε στις πολιτικές διεργασίες, που δεν είχε πληροφόρηση, αλλά δεν είχε και το κουράγιο να δει κατάματα τους ανθρώπους, οι οποίοι στα μάτια μου παρουσιάζονταν γιγάντιοι. Και είδα ότι όλοι αυτοί-ας μην τους πω όλους- ήταν περιτρίμματα. Με πιάνει τρόμος άμα σκεφθώ ότι π.χ. αν νικούσε τότε η επανάστασή μας θα είχαμε πρωθυπουργό τον Μάρκο, έναν γελοίο άνθρωπο-τον είδα από κοντά και κατάλαβα τι γελοίος άνθρωπος ήταν- θα είχαμε υπουργό Οικονομικών τον Μπαρτζώτα, θα είχαμε υπουργό Παιδείας π.χ. τον Στρίγγο, θα είχαμε υπουργό των Εσωτερικών τον άλλον τον ανεκδιήγητο άνθρωπο που ήρθε από την Κρήτη τον Βλαντά, ο οποίος ήταν για την εποχή εκείνη ήρωας για την νεολαία. Άνθρωποι γελοίοι, χωρίς καμιά παιδεία για να παίξουν έναν ουσιαστικό ρόλο, σαν αυτόν που φιλοδοξούσαν να παίξουν».
Όλα αυτά τιμούν βέβαια όσους έχουν τη γενναιότητα να παραδέχονται τα λάθη του παρελθόντος και να απολογούνται γι’ αυτά, πλην δεν απαντούν στο αγωνιώδες ερώτημα. Για ποιο λόγο όλοι αυτοί οι άνθρωποι αφιέρωσαν τη ζωή τους σε μία χαμένη υπόθεση με τόσο μίσος, τόση βία και τόσο αίμα. Μια υπόθεση που και την Ελλάδα βύθισε στο σκοτάδι και τους ίδιους οδήγησε από ήττα σε ήττα;
Υ.Γ Τα στοιχεία του παρόντος άρθρου προέρχονται από τα αρχεία του ΚΚΕ τα οποία κληροδοτήθηκαν στα Αρχεία της Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) και παρατίθενται στο βιβλίο του Φίλ. Ηλιού ¨Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ-Η ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΟΥ ΚΚΕ¨.