Του Δρα Άριστου Αριστοτέλους – Ειδικού σε θέματα Άμυνας και Στρατηγικής Διευθυντή του ΚΚΣΜ
Εισαγωγή
Οι πρόσφατες επαναλαμβανόμενες δηλώσεις από ελληνοκυπριακής και ελληνικής πλευράς στο θέμα της ασφάλειας και των εγγυήσεων, καθώς και οι τουρκικές αντιδράσεις που έχουν ακουστεί, είναι αρκετά ενδεικτικές της φάσης στην οποία βρίσκεται το ζήτημα αυτό σήμερα. Βέβαια η επίλυση ή όχι του προβλήματος αυτού, που προσομοιάζει με προσπάθεια τετραγωνισμού του κύκλου, δεν θα κριθεί από τις δημόσιες τοποθετήσεις των εμπλεκομένων μερών, παρόλο που και αυτές έχουν τη σημασία τους.
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να αναδείξει το ανυπέρβλητο των προβλημάτων αυτών και να υποδείξει ότι το αποτέλεσμα των διεργασιών γύρω από το όλο ζήτημα θα κριθεί από τη σημασία που αποδίδουν τα εμπλεκόμενα μέρη στις «κόκκινες γραμμές τους, το συσχετισμό των δυνάμεων τους και της ικανότητας τους να στηρίξουν τις θέσεις τους στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων. Και αυτό σε συνάρτηση με τις επιλογές που προσφέρονται και ασφαλώς τη ζωτικότητα των επηρεαζόμενων συμφερόντων τους, ιδιαίτερα των Ελληνοκυπρίων, καθώς και τις ενδεχόμενες προκλήσεις και τις εκτός συμφωνημένου πλαισίου απειλές.
Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, η μελέτη καταγράφει καταρχήν και αξιολογεί τη φάση στην οποία βρίσκεται το ζήτημα αυτό σήμερα όπως και τις θέσεις των εμπλεκομένων μερών- τις «κόκκινες γραμμές» τους. Αναφέρεται σε διάφορες προτάσεις ή ιδέες που έχουν δημόσια ειπωθεί και υπογραμμίζει τη σημασία της διασαφήνισης ορισμένων αντιλήψεων και εννοιών, καθώς και την αναγκαιότητα καθορισμού πλαισίου διεξαγωγής των συνομιλιών, στη βάση της κοινά αποδεκτής θέσης ότι «η ασφάλεια του ενός δεν πρέπει να δημιουργεί απειλή για τον άλλο». Σημειώνει ταυτόχρονα τις αντιφατικές συμπεριφορές ως προς το πλαίσιο αυτό, και το γεγονός ότι η οποιαδήποτε υποχωρητικότητα και ευελιξία των μερών εξαντλείται στις «κόκκινες γραμμές» τους, καθιστώντας τις προσπάθειες γεφύρωσης της διαφοράς, απόπειρα τετραγωνισμού του κύκλου.
Η μελέτη υποδεικνύει την άρρηκτη σχέση μεταξύ ασφάλειας και εγγυήσεων αλλά και την άμεση συνάρτηση και των δύο με το στρατιωτικό στοιχείο, όπως και με άλλους στρατηγικούς παράγοντες. Αναλύονται οι λόγοι που οι παράγοντες αυτοί ευνοούν την ήδη στρατιωτικά ισχυρή τουρκική πλευρά, αποτελώντας εν δυνάμει πηγή ανασφάλειας και απειλής για τους Ελληνοκυπρίους, είτε υπάρξει ή όχι συμφωνία στα θέματα αυτά.
Υπό το πρίσμα των δεδομένων αυτών, στα συμπεράσματα της μελέτης, υποδεικνύεται ότι αν οι συνομιλίες συνεχίσουν την πορεία τους, η ελληνοκυπριακή πλευρά θα κληθεί αργά ή γρήγορα να πάρει αποφάσεις οπότε οι επιλογές της θα είναι: Είτε να απορρίψει, είτε να αποδεχθεί τις προτάσεις που θα προκύψουν, συνυπολογίζοντας το εθνικό κόστος και τα οφέλη αλλά και τα πολλά διλήμματα και αναπάντητα ερωτηματικά που εμπεριέχουν. Η μελέτη συμπληρώνεται με ορισμένες εισηγήσεις, που σε περίπτωση λύσης ίσως θα συνέβαλλαν στην καλύτερη αντιμετώπιση επί μέρους προβλημάτων ασφάλειας που ενδεχόμενα θα συνέχιζαν να υπάρχουν.
Η κατάσταση σήμερα – «κόκκινες γραμμές»
Καταρχήν αξιολογείται ποια είναι η κατάσταση σήμερα όσον αφορά το υπό εξέταση πρόβλημα της ασφάλειας και των εγγυήσεων. Ενδεικτικό της φάσης στην οποία βρίσκεται η συζήτηση γύρω από τα θέματα αυτά είναι ότι οι θέσεις αμφοτέρων των πλευρών, όπως προκύπτει από τις διάφορες δηλώσεις τους, παραμένουν ουσιαστικά αμετάβλητες, παρά τις κάποιες προσδοκίες για διαλλακτικότερη συμπεριφορά. Ως παραδείγματα της στάσης αυτής παραθέτονται τα εξής:
Η αναφορά του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά στις για το αναχρονιστικό των εγγυήσεων και την ανάγκη αποχώρησης των κατοχικών δυνάμεων από την Κύπρο (ΚΥΠΕ, 2.8.2016) όπως και παρόμοιες δηλώσεις του Προέδρου Νίκου Αναστασιάδη που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν των δηλώσεων αυτών. Συνέδεσαν επίσης τους κινδύνους που η παρουσία των δυνάμεων αυτών συνεπάγεται για την Κύπρο με το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου στην Τουρκία.
Από την άλλη, με ανακοίνωση του το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών υπεραμυνόμενο των εγγυήσεων και απαντώντας στο πιο πάνω επιχείρημα, εκτός του ότι χαρακτήρισε ατυχή την επίκληση του ανεπιτυχούς πραξικοπήματος υπέδειξε ότι: Το 1974 στην Κύπρο το χουντικό «πραξικόπημα δεν καρποφόρησε χάρη στη χρήση εκ μέρους της Τουρκίας του δικαιώματος της να παρέμβει – δικαίωμα που απέρρεε από το σύστημα των εγγυήσεων» (ΚΥΠΕ, 12.08.2016).
Είναι προφανές εξάλλου ότι, παρά τις διάφορες βολιδοσκοπήσεις που έγιναν από ελληνοκυπριακής και ελληνικής πλευράς προς την Τουρκία, καθώς και από τρίτους, τα ενδιαφερόμενα μέρη παραμένουν περιχαρακωμένα στις γνωστές τους θέσεις στο θέμα ασφάλεια και εγγυήσεις. Με την ελληνική και ελληνοκυπριακή πλευρά να είναι ενάντια στην παρουσία τουρκικών στρατευμάτων και σε εγγυήσεις και να υπογραμμίζει ότι αυτό αποτελεί «κόκκινη γραμμή» και ότι χωρίς την ικανοποίηση τους δεν μπορεί να υπάρξει λύση.
Από την άλλη, η Άγκυρα η οποία θεωρεί την Κύπρο στρατηγικής σημασίας για την ασφάλεια της και θέλει να έχει τη δυνατότητα ελέγχου πάνω στο νησί, επαναλαμβάνει δια στόματος του Τούρκου πρωθυπουργού Μπιναλί Γιλντιρίμ ότι «οι εγγυήσεις της Τουρκίας είναι εκ των ων ουκ άνευ, αυτό να το γνωρίζουν όλοι» και ότι το θέμα των εγγυήσεων είναι γι αυτή «κόκκινη γραμμή» (ΚΥΠΕ, 27.07.2016). Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Μουσταφά Ακιντζί, εναρμονισμένος πλήρως με την Άγκυρα – προφανώς μετά από τις παραστάσεις του Τούρκου Προέδρος Ταγίπ Ερντογάν – και σε αντίθεση με θέσεις που ανέπτυξε κατά την εκλογή του, συμπληρώνει λέγοντας ότι: «Δεν πρέπει να αλλοιώνεται η ενεργή και έμπρακτη εγγύηση της μητέρας πατρίδας Τουρκίας» και ότι «ο τουρκοκυπριακός λαός δεν βλέπει άλλη επιλογή επίτευξης της δικής του ασφάλειας εκτός από την Τουρκία» (ΚΥΠΕ, 08.08.2016).
Η δε Βρετανία ως μια εκ των εγγυητριών δυνάμεων απλώς παρακολουθεί τις εξελίξεις και όπως δήλωσε ο τότε υπουργός Εξωτερικών Φίλιπ Χάμοντ «δεν έχει ίδιο συμφέρον για τη διατήρηση του συστήματος αυτού ή οποιουδήποτε άλλου συστήματος στο μέλλον». Απλώς την ενδιαφέρει μια διαρκής και βιώσιμη λύση στο Κυπριακό (ΑΠΕ-ΜΠΕ,14.01.2016)
Ιδέες και προτάσεις
Με δεδομένες τις «κόκκινες γραμμές» των εμπλεκομένων μερών, αρκετά έχουν δει το φως της δημοσιότητας και για σχέδια, ιδέες και προτάσεις που στοχεύουν στην αντιμετώπιση του θέματος της ασφάλειας και των εγγυήσεων. Η ελληνοκυπριακή πλευρά φέρεται να έχει ετοιμάσει και σχετικό έγγραφο με θέσεις και προτάσεις επί του προκειμένου (ΡΙΚ Ειδήσεις, 2.09.2016). Τίποτα όμως το χειροπιαστό δεν έχει τουλάχιστο κοινοποιηθεί δημοσίως ώστε να τύχει διεξοδικής ανάλυσης και μελέτης. Είχε επίσης γίνει λόγος παλαιότερα για Νατοϊκές εγγυήσεις, που προφανώς προωθούσε ο Νίκος Αναστασιάδης από ελληνοκυπριακής πλευράς, αλλά εκτός των εσωτερικών αντιδράσεων που υπήρχαν στη Λευκωσία, ήταν και μια ιδέα βασικά που δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί, δεδομένων των σκοπών και του τρόπου λειτουργίας του Οργανισμού.
Ούτε και θα γινόταν αποδεκτή από την Τουρκία η πρόταση αυτή για τον επιπρόσθετο λόγο ότι δεν θα ήταν διατεθειμένη να παραχωρήσει «δικά» της «δικαιώματα» ή «δικό» της στρατηγικό έλεγχο επί της Κύπρου σε άλλους, είτε αυτό είναι το ΝΑΤΟ, είτε άλλος Οργανισμός ή ομάδα κρατών. Ο Ακιντζί, προφανώς για να ενισχύσει την τουρκική θέση, δηλώνει ότι « ο τουρκοκυπριακός λαός σχετίζει την ασφάλεια του όχι με τις διεθνείς δυνάμεις αλλά με την Τουρκία» (ΚΥΠΕ, 2.09.2016). Άλλες απόψεις όπως η δημιουργία τουρκικής στρατιωτικής βάσης (« Καθημερινή», 21.08.2016) είναι εκ προοιμίου εκτός συζήτησης, όπως είναι και η σκέψη για εγγυήσεις της Τουρκίας μόνο προς το τουρκοκυπριακό συνιστών κράτος – που προφανώς εισηγείται ο Ακιντζί, έπειτα από συνεννόηση με την Άγκυρα.
Ούτε και είναι σαφείς οι προτάσεις αυτές ως προς την έννοια και το περιεχόμενο τους αλλά ούτε για το πώς θα λειτουργούσαν ή και πώς δεν θα αποτελούσαν απειλή για τους Ελληνοκυπρίους. Το ίδιο ισχύει για τα δημοσιεύματα περί διεθνούς δύναμης με ισχυρή τουρκική και ελληνική συμμετοχή ή την παρουσία αντίστοιχων στρατιωτικών αγημάτων από την Ελλάδα και την Τουρκία στο πρότυπο της ΕΛΔΥΚ και της ΤΟΥΡΔΥΚ. Άλλοι, ελληνοκύπριοι αξιωματούχοι όπως ο Υπουργός Άμυνας, έκαναν λόγο για μικρή στρατιωτική δύναμη Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για αντιμετώπιση περιορισμένης φύσεως αναγκών (Sigma TV, 1.07.2016), ενώ ο Γενικός Διευθυντής του κυπριακού Υπουργείου Εξωτερικών (ΥΠΕΞ) μίλησε για ελληνοκυπριακή πρόταση δημιουργίας κοινής ένοπλης χωροφυλακής.
Το ΥΠΕΞ Ελλάδος έχει κάνει διάφορες σκέψεις μεταξύ των οποίων και η υπογραφή Συμφώνου Φιλίας και Συνεργασίας σαν υποκατάστατο των εγγυήσεων. Από τις δηλώσεις όμως Κοτζιά, που ακολούθησαν συνάντηση του με τον Τούρκο ομόλογό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην Κρήτη τον Αύγουστο του 2016, προκύπτει ότι οι «κόκκινες γραμμές» και οι διαφορές παραμένουν (ΑΠΑ- ΜΠΕ, 28.08.2016).
Έννοιες, πλαίσιο και ευελιξία
Βέβαια οποιεσδήποτε παρόμοιες ιδέες ή προτάσεις όπως τις πιο πάνω για να έχουν νόημα στην προσπάθεια εξεύρεσης λύσης του προβλήματος, πρέπει να εντάσσονται σε ένα κοινά αποδεχτό πλαίσιο ή περίγραμμα σκέψεως με ξεκάθαρες έννοιες και αντιλήψεις για το περιεχόμενο του. Μέχρι τώρα όλα αυτά είναι γενικές ή και ειδικές ιδέες και απόψεις που δίνουν και παίρνουν τόσο στην ελληνοκυπριακή όσο και την τουρκοκυπριακή πλευρά, όπως και στα αρμόδια κέντρα στην Άγκυρα και την Αθήνα.
Από την πλευρά της η Τουρκία, τόσο για λόγους στρατηγικής όσο και διαπραγματευτικής τακτικής, είναι εξαιρετικά συγκρατημένη και φειδωλή στις δημόσιες τοποθετήσεις της επί του θέματος. Η Άγκυρα αφήνει περισσότερο τον Ακιντζί να μιλά και να κάνει προτάσεις, και αυτό μέσα σε ένα πλαίσιο που βασικά αυτή έχει καθορίσει. Η ίδια η Τουρκία μόνο αμυδρά και αραιά αφήνει κάποτε να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να υπάρξει κάποια ευελιξία, όταν αυτό θα συζητηθεί στην ώρα του, οπότε μάλλον τότε θα ανοίξει και τα χαρτιά της – στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων.
Είναι εκεί εξάλλου που βασικά θα κριθεί και η λύση του προβλήματος – δηλαδή μέσα από το συστηματικό διάλογο και την επιχειρηματολογία στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων.
Σ’ αυτό το διάλογο ωστόσο, που με μη δεσμευτικό τρόπο άρχισαν κατά τις συναντήσεις τους στις αρχές Σεπτεμβρίου οι Αναστασιάδης και Ακιντζί, και που ανεπίσημα φαίνεται να διεξάγεται και μεταξύ Άγκυρας και Αθήνας, για να είναι παραγωγική η συζήτηση θα έπρεπε πρωτίστως να είχαν ξεκαθαρίσει ορισμένα βασικά αλλά και πολύ σημαντικά ζητήματα. Να είχε διασαφηνισθεί για παράδειγμα η έννοια της ασφάλειας και των εγγυήσεων και πώς τα αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει αυτά η κάθε πλευρά – βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Αυτό θα μπορούσε να συνέβαλλε στην καλύτερη κατανόηση των φόβων και των ανησυχιών που έχει η μια πλευρά έναντι της άλλης ή και που προκύπτουν από τυχόν προτάσεις που τίθενται προς συζήτηση.
Εξίσου σημαντικό είναι να διαγραφεί ένα κοινά αποδεκτό περίγραμμα σκέψης – πλαίσιο – μέσα στο οποίο θα μπορούσε να ενταχθεί η προσπάθεια εξεύρεσης λύσης σ’ αυτά τα ζητήματα. Για παράδειγμα, οι πιο κάτω δηλώσεις Ακιντζί στο «Φιλελεύθερο» (6/03/2016) ακούγονται εκ πρώτης όψεως λογικές για να αποτελέσουν βάση πάνω στην οποία να αναζητηθεί κάποια φόρμουλα:
«Η ασφάλειά μας δεν πρέπει να σημαίνει απειλή για τους Ελληνοκύπριους. Γι’ αυτό δεν λέμε ότι οι εγγυήσεις δεν θα αλλάξουν, ότι θα μείνουν αμετάβλητες. Όταν τελειώσουμε όλα τα άλλα θέματα και μια νέα κατάσταση προκύψει στο τραπέζι, θα καθίσουμε με τις εγγυήτριες δυνάμεις και θα βρούμε μια φόρμουλα. Πιστεύω ότι μπορεί να βρεθεί μια φόρμουλα που θα είναι αποδεχτή και από τις δυο κοινότητες»
Ο Τσαβούσογλου κατά τη διάρκεια πρόσφατης επίσκεψη του στην κατεχόμενη Λευκωσία τον περασμένο Αύγουστο ενίσχυσε αυτή τη θέση επαναλαμβάνοντας πως «πρέπει να λάβουμε υπόψη τις ανησυχίες του κόσμου και στις δύο πλευρές» ( ΚΥΠΕ, 31.08.2016).
Αυτό είναι καλή αφετηρία ή πλαίσιο για ανάπτυξη του διαλόγου και υποβολή προτάσεων και ιδεών στην προσπάθεια εξεύρεσης φόρμουλας που να ικανοποιεί το αίσθημα ασφάλειας αμφοτέρων των πλευρών και προφανώς είναι αποδεκτό από μέρους των εμπλεκομένων μερών.
Αντιφάσεις και υποχωρήσεις
Ωστόσο ενώ δηλώνονται τα ανωτέρω, ταυτόχρονα από τα ίδια πρόσωπα που προβαίνουν στις διατυπώσεις αυτές ακούονται και αντιφάσεις. Για παράδειγμα, ο Ακιντζί, είτε για να εξυπηρετήσει την Τουρκία, είτε γιατί όντως αυτό τελικά κατέληξε να πιστεύει ότι ικανοποιεί την κοινότητα του, είτε ακόμη για λόγους διαπραγματευτικής τακτικής, σπεύδει να υπογραμμίσει και πάλι τις «κόκκινες γραμμές» του καλώντας την ελληνοκυπριακή πλευρά να μην εμμένει στις δικές της «κόκκινες γραμμές». Θα πρέπει να γίνει κατανοητό τόνισε πως η Ελληνοκυπριακή προσέγγιση του «να μη μείνει ούτε ένας [ Τούρκος] στρατιώτης και να τερματιστούν εξολοκλήρου οι εγγυήσεις» δεν βοηθά την όλη διαδικασία (ΚΥΠΕ, 28.08.2016). Ασφαλώς η ελληνοκυπριακή πλευρά για να αισθάνεται ασφαλής εμμένει στο αίτημα της για πλήρη αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων και για κατάργηση των εγγυήσεων, οπότε και ο Αναστασιάδης θα μπορούσε να αντέστρεφε τον ισχυρισμό Ακιντζί υποστηρίζοντας ότι η τουρκική άρνηση να δεχτεί τη θέση αυτή, δεν βοηθά τη διαδικασία.
Είναι σαφές λοιπόν ότι οι «κόκκινες γραμμές» των δύο πλευρών συνεχίζουν να είναι εκεί και εμμέσως πλην σαφώς αφήνουν να εννοηθεί, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, ότι μέχρι εδώ εξαντλείται η δική του υποχωρητικότητα και ευελιξία. Πού όμως εντοπίζεται αυτή η υποχωρητικότητα και ευελιξία των δύο μερών; Από τουρκικής πλευράς, ως υποχώρηση μπορεί να θεωρηθεί το εξής: Δεδομένου ότι η ανωτέρω τοποθέτηση Ακιντζί εκφράζει και την Τουρκία, αυτό σημαίνει ότι η Άγκυρα δεν αρνείται να αποσύρει τις κατοχικές δυνάμεις της, αλλά όχι και όλες – όχι μέχρι και τον τελευταίο στρατιώτη. Το αντίθετο δηλαδή που ζητά η ελληνοκυπριακή και ελληνική πλευρά. Όμως αν όντως στις προτάσεις ή στις κατά καιρούς εισηγήσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς περιλαμβάνεται και η δημιουργία μικρής ένοπλης χωροφυλακής από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους ή κάποια στρατιωτική παρουσία από τρίτους, αυτό σημαίνει ότι έχει λίγο ή πολύ απομακρυνθεί από τη διαχρονική της θέση για πλήρη αποστρατικοποίηση της Κύπρου και κατάργηση των εγγυήσεων.
Το ίδιο και με τις εγγυήσεις. Η κάποια τουρκική «ευελιξία» ή διαφορετική στάση εντοπίζεται στο ότι ο Ακιντζί μιλά για τροποποιημένες εγγυήσεις από εκείνες του 1960, για να ανταποκρίνονται όμως στα δεδομένα του ντε φάκτο διαχωρισμού των δύο κοινοτήτων, αλλά όχι και για παντελή κατάργηση των όπως απαιτεί η ελληνοκυπριακή πλευρά. Σε αντιδιαστολή με τα λεχθέντα Ακιντζί, ο Αναστασιάδης δηλώνει ότι αυτό που προτείνει ο Τουρκοκύπριος ηγέτης μπορεί να «είναι κάτι διαφορετικό από τις εγγυήσεις του ’60, δεν σημαίνει όμως ότι μας βρίσκει σύμφωνους”(ΚΥΠΕ,2.09.2016). Όπως φαίνεται ωστόσο, παρόλο που η ελληνοκυπριακή και ελληνική θέση είναι η κατάργηση των εγγυήσεων, εντούτοις ως ένδειξη ευελιξίας θα συζητούσε ή ακόμη και θα πρότεινε και ενδεχομένως να δεχόταν κάτι το υποκατάστατο που θα έκρινε ότι εξυπηρετεί και την ασφάλεια των Ελληνοκυπρίων.
Στις ανωτέρω θέσεις και σημεία φαίνεται μέχρι σήμερα να εξαντλούνται οι υποχωρήσεις και η ευελιξία των ενδιαφερομένων μερών. Αυτό βασικά σημαίνει ότι οι «κόκκινες γραμμές» τους παραμένουν αμετάβλητες και η εμμονή σ’ αυτές είναι αρκετά ισχυρή.
Το μέγα ερώτημα: Πώς τετραγωνίζεται ο κύκλος;
Από τα ανωτέρω φαίνεται, κρίνοντας και από τις διάφορες εισηγήσεις, ότι καθώς οι διαφορές συνεχίζουν να υφίστανται, οι άμεσα ενδιαφερόμενες πλευρές στο Κυπριακό και προφανώς και άλλοι, προβληματίζονται κάνοντας σκέψεις για εναλλακτικές ιδέες και προτάσεις, προσπαθώντας να βρουν κοινή συνισταμένη στις θέσεις των εμπλεκομένων μερών. Ο Έσπεν Μπαρθ Άιντε που εκπροσωπεί το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ στις συνομιλίες για το Κυπριακό, θα πρέπει από τις μέχρι σήμερα επαφές του στην Αθήνα και Άγκυρα και βέβαια στη Λευκωσία, να έχει σχηματίσει καλή εικόνα τόσο για τη στάση των διαφόρων μερών όσο και για τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς τους και ασφαλώς τις «κόκκινες γραμμές» τους. Θα ήταν πολύ απίθανο να μην έχει κάνει από δικής του πλευράς διάφορες σκέψεις και να μην έχει επεξεργαστεί με το επιτελείο του ιδέες για πιθανούς τρόπους αντιμετώπισης και επίλυσης των προβλημάτων αυτών, τις οποίες θα παρουσιάσει ίσως την κατάλληλη στιγμή.
Εν πάση περιπτώσει όμως το ότι «η ασφάλεια της μίας κοινότητας δεν πρέπει να δημιουργεί απειλή για την άλλη», φαίνεται λογική προσέγγιση και προφανώς είναι από όλους αποδεχτή ως το πλαίσιο μέσα στο οποίο να προτείνονται ιδέες και προτάσεις στην προσπάθεια να εξευρεθεί λύση. Πιθανό όμως, θα έλεγε κανείς, να χρειάζεται ακόμη πολύ μεγαλύτερη κατανόηση, εμπιστοσύνη και ευελιξία για να μπορέσει το πρόβλημα αυτό να επιλυθεί.
Ωστόσο το μέγα ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής:
Πώς να καταφέρει κανείς να μην ξεφύγει ή αποκλίνει από το πλαίσιο αυτό και πώς να συγκεράσει τις διαμετρικά αντίθετες θέσεις των εμπλεκομένων μερών όσον αφορά την ασφάλεια και τις εγγυήσεις; Η μια πλευρά θεωρεί «κόκκινη γραμμή» την ανάγκη πλήρους αποχώρησης των τουρκικών κατοχικών δυνάμεων και την κατάργηση των εγγυητικών δικαιωμάτων και ότι έτσι διασφαλίζεται η ασφάλειας της. Η άλλη απαιτεί την παρουσία τουρκικής στρατιωτικής δύναμης και εγγυήσεις μόνο από την Τουρκία και ότι έτσι διασφαλίζεται η δική της ασφάλειας . Υπό τέτοιες συνθήκες η προσπάθεια πλήρους ικανοποίησης και των δύο θέσεων θα ήταν κάτι το σχιζοφρενικό και θα έμοιαζε μάλλον με απόπειρα τετραγωνισμού του κύκλου.
Το στρατιωτικό στοιχείο
Από την ανάλυση μέχρι το σημείο αυτό είναι πρόδηλο ότι το στρατιωτικό στοιχείο βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων. Η κατανόηση του ρόλου και του τρόπου αντιμετώπισης του είναι απαραίτητα στοιχεία στην προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος. Να σημειωθεί ακόμη ότι το θέμα της ασφάλειας και των εγγυήσεων είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους στην αντίληψη των ενδιαφερομένων μερών. Και όντως έτσι είναι. Συνυφασμένο όμως και με τα δύο αυτά ζητήματα και κυρίως με το θέμα της αντίληψης περί ανασφάλειας και απειλής είναι οι προτάσεις που αφορούν το στρατιωτικό στοιχείο και που κατά καιρούς έχουν ακουστεί, όπως οι εξής: Αποστρατικοποίηση της Κύπρου, Αποχώρηση των στρατευμάτων της Τουρκίας, Διάλυση της Εθνικής Φρουράς, Παρουσία αγημάτων από Ελλάδα και Τουρκία, Επιτήρηση της ειρήνης στο νησί από ενισχυμένη Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών, Διατήρηση μικρής ένοπλης δύναμης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για το ενδεχόμενο αντιμετώπισης περιορισμένης κλίμακας εξωγενών προκλήσεων και άλλες.
Η στρατιωτική αυτή πτυχή της ασφαλείας είναι πράγματι καυτό και δύσκολο πρόβλημα. Προσφέρει ωστόσο αρκετό έδαφος προς συζήτηση και επεξεργασία προτάσεων και ιδεών όπως τις ανωτέρω, καθώς και δυνατότητες εξεύρεσης κάποιας συμβιβαστικής λύσης, που να ικανοποιεί όχι πλήρως αλλά στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, υπό τις συνθήκες, τις δύο πλευρές. Οι προτάσεις θα μπορούσαν να εμπεριέχουν και το στοιχειό των χρονοδιαγραμμάτων για υλοποίηση τους, αν αυτό θα βοηθούσε στην επίτευξη ενός καλύτερου και πιο αποδεκτού αποτελέσματος. Υπό μορφή παραδείγματος αναφέρεται ότι μια συμφωνία για παρουσία ενός μικρού αγήματος τύπου ΤΟΥΡΔΥΚ και ΕΛΔΥΚ να περιλαμβάνει και πρόνοια για χρόνο ολοκληρωτικής αποχώρησης τους από το νησί.
Απαραίτητη θα ήταν και η ύπαρξη πρόνοιας για αποτελεσματική εποπτεία στην εφαρμογή των συμφωνηθέντων. Σημαντική θα ήταν στην προκειμένη περίπτωση η αξιοποίηση στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό της Ειρηνευτικής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών έπειτα από σχετική απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού, εάν με αυτό συμφωνούσαν βέβαια και οι εμπλεκόμενες πλευρές. Η δύναμη αυτή, με εξαίρεση κάποιες περιπτώσεις στα αρχικά στάδια της μακρόχρονης παρουσίας της στο νησί, έχει αρκετά θετικά στο ενεργητικό της και γενικά χαίρει εκτίμησης και από τις δύο πλευρές στην Κύπρο. Πιθανόν λοιπόν να μπορούσε να αναλάβει νέο ρόλο στην αποστολή της για να εποπτεύσει και επιτηρήσει την εφαρμογή των αποφάσεων που θα ληφθούν και να συμπληρώσει κάποια κενά ασφάλειας που ενδεχόμενα να υπάρχουν για αμφότερες τις πλευρές.
Όλες όμως αυτές οι ιδέες ή προτάσεις, που αφορούν το στρατιωτικό στοιχείο σε σχέση με την αντιμετώπιση του προβλήματος ανασφάλειας, για να επιτευχθούν προϋποθέτουν πρώτα να υπάρξει είτε κάποια σοβαρή αλλαγή στις αντιλήψεις των δύο μερών περί απειλής και ασφάλειας ή σημαντικές αλλοιώσεις στις συγκρουόμενες «κόκκινες γραμμές» τους. Ενόσω όμως τα στοιχεία αυτά συνεχίζουν να υπάρχουν αναλλοίωτα και οι «κόκκινες γραμμές» παραμένουν ουσιαστικά αμετάβλητες, καμία φόρμουλα που θα προταθεί όσο κοντά και να βρίσκεται στην ικανοποίηση των θέσεων των δύο πλευρών δεν μπορεί να τετραγωνίσει τον κύκλο της ανασφάλειας ιδίως των Ελληνοκυπρίων.
Επεμβατικά δικαιώματα και εγγυήσεις
Το ζήτημα των εγγυήσεων και κατ’ επέκταση του δικαιώματος στρατιωτικής επέμβασης στο νησί όπου οι αντιμαχόμενες πλευρές έχουν εξίσου διαμετρικά αντίθετες και ισχυρές θέσεις – «κόκκινες γραμμές» – θα είναι εκ των πραγμάτων εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να αντιμετωπιστεί σε όλες του τις διαστάσεις. Ο συσχετισμός δυνάμεων και μια σειρά παραγόντων πέραν των νομικών, όπως στρατηγικών, γεωγραφικών, στρατιωτικών και άλλων υπεισέρχονται στην όλη εξέταση του θέματος. Το γεγονός αυτό καθιστά ακόμη πιο περίπλοκους τους συλλογισμούς και τις προτάσεις γύρω από το πρόβλημα αυτό, που αναπόφευκτα εμπλέκουν και επηρεάζουν σε τελική ανάλυση και το θέμα της ασφάλειας.
Είναι σημαντικό να τονισθεί ότι τόσο η γεωγραφία όσο και τα στρατιωτικά δεδομένα και η τουρκική κατοχή εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, ευνοούν την Τουρκία.
Η εγγύτητα του νησιού στην τουρκική επικράτεια και η μεγάλη απόσταση του από την Ελλάδα, η συντριπτική υπεροχή της στο Ναυτικό και την Αεροπορία στο χώρο αυτό προσφέρουν στην Τουρκία ένα σημαντικό πλεονέκτημα – πέραν της υπεροχής των στρατιωτικών δυνάμεων της επί του κυπριακού εδάφους. Βασικά στο χώρο της Κύπρου και στην πέριξ από αυτή περιοχή, στην Ανατολική Μεσόγειο, το πάνω χέρι στρατιωτικά σε μεγάλο βαθμό το έχει η Τουρκία και αυτό δεν έχει αλλοιωθεί αλλά ενισχυθεί τη τελευταία δεκαετία. Με τα δεδομένα αυτά και το γεωγραφικό της εκτόπισμα η Τουρκία των 79 εκ. κατοίκων και των 400.000 περίπου στρατιωτών κατέχει την ικανότητα να έχει λόγο στα γεωπολιτικά δρώμενα και να ασκεί επιρροή στην περιοχή, η οποία στο μέλλον με την περαιτέρω ανάπτυξη των δυνάμεων της, ενδέχεται να είναι ακόμα πιο αισθητή και σημαντική.
Αυτή η δυνατότητα της Άγκυρας να ασκεί επιρροή θα υπήρχε ούτως ή άλλως, με ή χωρίς τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις στο νησί. Με λύση ή χωρίς λύση στο Κυπριακό. Η δε ικανότητα των Ενόπλων Δυνάμεων της Τουρκίας να επέμβουν στρατιωτικά στην Κύπρο, επίσης θα υπήρχε. Συνεπώς είτε με εγγυήσεις που της προσφέρουν επεμβατικά δικαιώματα στο νησί, είτε χωρίς αυτές, η Τουρκία έχει την ικανότητα να ασκεί επιρροή και αν χρειαστεί να επέμβει και στρατιωτικά στο νησί.
Δυστυχώς στο διεθνές πολιτικό περιβάλλον εάν μια χώρα όπως η Κύπρο δεν διαθέτει τις ικανότητες να αμυνθεί έναντι υπέρτερης απειλής με δικές της δυνάμεις, καμία δύναμη ή αστυνομική αρχή δεν υπάρχει που να αποτρέψει ή ανακόψει μια στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας όταν τα ζωτικά συμφέροντα της το επιτάσσουν. Εξαίρεση ίσως θα μπορούσε να αποτελέσει η Ελλάδα, που ενδεχόμενα να αναγκαζόταν να αντιδράσει στρατιωτικά, παρόλο που στον τομέα αυτό είναι σε μειονεκτική θέση στην Κύπρο σε σχέση με την Τουρκία για να αντιμετωπίσει τουρκική επέμβαση στο νησί. Ωστόσο η πιθανότητα δημιουργίας μετώπου στον ελληνοτουρκικό χώρο θα μπορούσε να αποτελεί ένα υπολογίσιμο ανασταλτικό ή αποτρεπτικό στοιχείο σε μια τέτοια τουρκική πρόθεση αν υπήρχε.
Με αυτά τα δεδομένα λοιπόν θα διερωτηθεί κανείς, εφόσον η Τουρκία έχει αυτές τις ικανότητες, τι σημασία έχουν οι εγγυήσεις για τις δύο πλευρές στο Κυπριακό ή αν η Άγκυρα στα πλαίσια συμφωνίας διατηρεί ή όχι κάποιο στρατιωτικό άγημα ή παρουσία στο νησί; Εντούτοις έχουν σημασία. Η Κύπρος είναι ένα αρκετά σύγχρονο, ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με δημοκρατικούς θεσμούς και αξίες. Θα ήταν όντως αναχρονιστικό να ήταν υπό την κηδεμονία ή το καθεστώς εγγυήσεων άλλων χωρών και δη εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξάλλου η ύπαρξη τουρκικών εγγυήσεων παρέχει στην Τουρκία και νομικά το δικαίωμα επέμβασης στο νησί, αν προκληθεί, ενώ η απουσία τους αποτελεί ακόμη αποθαρρυντικό στοιχείο σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Παρόλο βέβαια που η Άγκυρα – όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις – θα μπορούσε σε τελική ανάλυση να επικαλεσθεί ή να εφεύρει άλλα νομικά προσχήματα ή και να τα αγνοήσει και να επέμβει.
Οπότε σε μια τέτοια περίπτωση, η τυχόν στρατιωτική παρουσία της στο νησί, που θα επιθυμούσε να διατηρήσει και μετά τη λύση, έστω και περιορισμένη («κόκκινη γραμμή»), εκτός του ότι αποτελεί απτό δείγμα του ενεργούς ενδιαφέροντος της στο νησί, προσφέρει και κάποια άλλα πλεονεκτήματα στην Τουρκία. Θα μπορούσε για παράδειγμα να συμβάλει είτε ως υποδοχέας επεμβατικής τουρκικής δύναμης είτε και ως πληροφοριοδότης ή συντονιστής μιας τέτοιας επιχείρησης, αλλά και ως εκπαιδευτής ομάδων εθελοντών στο τουρκοκυπριακό στρατόπεδο. Θα μπορούσε βέβαια ούτως ή άλλως η Τουρκία να δράσει και χωρίς την παρουσία της εν λόγω στρατιωτικής δύναμης, έχοντας ως προγεφύρωμα το συμπαγή γεωγραφικό χώρο του τουρκοκυπριακού συνιστώντος κράτους στο βόρειο μέρος του νησιού, αλλά μια στρατιωτική παρουσία της στην Κύπρο διευκολύνει την ενέργεια αυτή. Αυτά προφανώς είναι στοιχεία και συλλογισμοί που προκαλούν ανασφάλεια και ανησυχίες στην ελληνοκυπριακή πλευρά και ενδεχόμενα εξηγούν δικαιολογούν τις «κόκκινες γραμμές» και την εμμονή της στην πλήρη αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και την κατάργηση των εγγυήσεων στην Κύπρο.
Παρενθετικά πρέπει όμως εδώ να αναφερθεί και το εξής: Σε μια συμφωνία όπου η Τουρκία αποσύρει τις χιλιάδες των στρατιωτών της από την Κύπρο με όλο τον εξοπλισμό και μέσα που διαθέτει στο νησί, αυτό το γεγονός καθεαυτό – δηλαδή τις απόσυρσης δυνάμεων – αποτελεί από μόνο του πολύ σημαντική και σημαδιακή πολιτική και στρατιωτική κίνηση. Αυτό καθιστά αδύνατη τη θέση εκείνων που υποστηρίζουν ότι ναι μεν η Τουρκία θα αποσύρει κατοχικές δυνάμεις της από το νησί αλλά με την κατάργηση της Εθνικής Φρουράς, με την ύπαρξη τουρκικών εγγυήσεων και την παρουσία στρατιωτικού αγήματος της στο νησί σκοπεύει να επέμβει ξανά. Αυτό θα μπορούσε βέβαια να συμβεί μόνο αν η Άγκυρα προκληθεί πολύ σοβαρά από μια μεγάλη κρίση μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων καθώς και από τα διαδραματιζόμενα στον κυπριακό χώρο, για να επέμβει. Η Τουρκία δεν θα προέβαινε σε αυτή τη μαζική μετακίνηση ανθρώπινου δυναμικού και στρατιωτικού υλικού από την Κύπρο με σκοπό και πρόθεση να επανέλθει, δημιουργώντας νέα αναστάτωση και περιπλοκές περίπου όπως το 1974 με τεράστιες εσωτερικές και διεθνείς προεκτάσεις.
Βέβαια, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι πολύ καλύτερα για την Κύπρο και τους Ελληνοκύπριους να μην υπάρχουν καθόλου εγγυήσεις και τουρκική στρατιωτική παρουσία στο νησί («κόκκινη γραμμή»). Έτσι θα έχουν τουλάχιστο την πεποίθηση ότι είναι πιο ασφαλείς. Αντίθετα οι Τουρκοκύπριοι, όπως λένε, θα είναι πιο ασφαλείς με εγγυήσεις και τουρκική στρατιωτική παρουσία στο νησί («κόκκινη γραμμή»). Μέσω της ρύθμισης αυτής νομιμοποιείται επίσης η Τουρκία όσον αφορά τα επεμβατικά της δικαιώματα και παράλληλα διασφαλίζει τα δικά της στρατηγικά συμφέροντα στο νησί. Σε μια τέτοια περίπτωση όμως η Αϊσέ, που από το 1974 ήρθε για διακοπές στην Κύπρο ( όπως ήταν η κωδικοποιημένη ειδοποίηση για εισβολή στο νησί), δεν φεύγει εντελώς από το νησί, σε αντίθετη με τις δηλωθείσες επιθυμίες Ακιντζί κατά την εκλογή του.
Αυτό οδηγεί στον προβληματισμό ή τον φόβο των Ελληνοκυπρίων αλλά και σε μερίδα Τουρκοκυπρίων πως για την Άγκυρα η ρύθμιση αυτή θα μπορούσε ίσως μεταξύ άλλων να είναι και ένα επιπλέον μέσο άμεσου ή έμμεσου χειραγώγησης της τουρκοκυπριακής πλευράς και κατ’ επέκταση της ελληνοκυπριακής. Ενισχυτικό τέτοιων ανησυχιών είναι για παράδειγμα και το ότι όταν ο Ακιντζί δήλωσε μετά την εκλογή του τον Απρίλιο του 2015 πως οι Τουρκοκύπριοι πρέπει επιτέλους να ενηλικιωθούν και να χειρίζονται από μόνοι τους τις υποθέσεις τους, χωρίς δηλαδή την Τουρκία, ο Τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν του απάντησε σχεδόν αμέσως ότι « η Τουρκία βλέπει τη σχέση της προς τη βόρεια Κύπρο όπως εκείνη της μητέρας προς το βρέφος της. Και θα εξακολουθήσει να τη βλέπει έτσι». («Ελεύθερη Ζώνη», 28.04.215). Η επίκληση από τον Ακιντζί στις αρχές του περασμένου Αυγούστου της ανάγκης για «αναλλοίωτη, ενεργή και έμπρακτη εγγύηση της μητέρας πατρίδας» είτε συνιστά υποταγή του στις εντολές της Άγκυρας, είτε όχι, εύλογα δημιουργεί το ερώτημα κατά πόσο αυτό αποτελεί δείγμα των επιδράσεων που θα επιθυμεί να συνεχίσει να έχει η Άγκυρα επί του «βρέφους» της στην Κύπρο;
Όμως είτε η μια πλευρά είτε η άλλη ικανοποιηθεί πλήρως με μια συμφωνία στα θέματα αυτά, σε τελική ανάλυση και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες – λύσης ή μη – η γεωγραφία και τα στρατιωτικά δεδομένα στην Τουρκία και στην περιοχή, όπως έχουν σκιαγραφηθεί προηγουμένως, θέτουν την ελληνοκυπριακή πλευρά σε συνεχή μειονεκτική θέση. Και εφόσον η ίδια η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν έχει ούτε μπορεί να εξασφαλίσει τις στρατιωτικές ικανότητες να υπερασπιστεί, δεν υπάρχει καμία νομική ρύθμιση ή στρατιωτική απάντηση που να ικανοποιεί την ανασφάλεια της αυτή εάν όντως συνεχίσει και μετά τη λύση να εκλαμβάνει την ύπαρξη τουρκικής απειλής.
Σ’ αυτή την περίπτωση λοιπόν, πού πάει αυτό το πλαίσιο ή το λογικό περίγραμμα σκέψης, που προφανώς τυγχάνει γενικής αποδοχής, που λέει ότι η ασφάλεια της μίας πλευράς δεν πρέπει να αποτελεί απειλή για την άλλη; Είναι γι αυτό που έχει βέβαια σημασία η διευκρίνιση των εννοιών της ασφάλειας και των εγγυήσεων και πώς τις αντιλαμβάνεται και εκλαμβάνει η κάθε πλευρά, ώστε να προταθούν και οι καταλληλότερες και οι καλύτερες δυνατές ρυθμίσεις. Από την άλλη όμως, με τις γνωστές «κόκκινες γραμμές» αλλά ακόμη και χωρίς αυτές – μόνο με την ανασφάλεια που ενδεχόμενα δημιουργεί για τους Ελληνοκυπρίους η συντριπτική τουρκική στρατιωτική υπεροχή στην περιοχή – οποιαδήποτε πρόταση επίλυσης του προβλήματος ναι μεν μπορεί να πλησιάζει στην επίτευξη του σκοπού αυτού αλλά δεν πρόκειται να τετραγωνίσει τον κύκλο.
Συμπέρασμα – επιλογές
Καταλήγοντας, το συμπέρασμα που προκύπτει από την ανάλυση αυτή είναι ότι πλήρεις συνθήκες ασφάλειας δεν μπορεί να υπάρξουν, ιδιαίτερα για την ελληνοκυπριακή πλευρά ενόσω θα αισθάνεται τη σκιά της τουρκικής στρατιωτικής υπεροχής στην περιοχή. Ούτε και υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες η Τουρκία, που έχει το πάνω χέρι στο Κυπριακό και την αδιαμφισβήτητη ικανότητα να κρατά το βόρειο τμήμα του νησιού υπό τον έλεγχο της, να συγκατατεθεί σε μια λύση βάσει της οποίας θα εγκατέλειπε άμεσα και οριστικά την Κύπρο. Θα ήταν εξαιρετικά απίθανο η Άγκυρα να συμβιβαστεί σε μια λύση, χωρίς να διατηρεί έστω κάποιας μορφής εγγυήσεις ή στρατιωτικής παρουσίας στο νησί, το οποίο πλειστάκις έχει χαρακτηρίσει ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια της.
Υπό το πρίσμα των δεδομένων αυτών, τα μεγάλα διλήμματα τα οποία αργά ή γρήγορα θα αντιμετωπίσει η ελληνοκυπριακή πλευρά και επί των οποίων θα κληθεί να απαντήσει και αποφασίσει εμπεριέχονται στις πιο κάτω επιλογές:
Να επιμένει μέχρι το τέλος στις « κόκκινες γραμμές» που έχει θέσει εξ υπαρχής στα θέματα ασφάλειας και εγγυήσεων, αφού πρώτα αξιολογήσει και δώσει απαντήσεις στο εξής ερώτημα: Τι επιπτώσεις θα είχε για τους Ελληνοκυπρίους εάν ο διάλογος οδηγηθεί σε αδιέξοδο και πόσο αυτό θα μειώσει, θα αυξήσει ή θα αφήσει αμετάβλητες τις συνθήκες ανασφάλειας στην Κύπρο; Υιοθετώντας αυτή τη στάση και εμμένοντας στις θέσεις της στο θέμα της ασφάλειας και των εγγυήσεων πρέπει να είναι πεπεισμένη ότι έχουν εξαντληθεί όλα τα όρια υποχωρήσεων τόσο από την ίδια όσο και από την άλλη πλευρά. Να έχει την πεποίθηση ότι πέραν του σημείου αυτού οποιεσδήποτε περεταίρω υποχωρήσεις στο τομέα της ασφάλειας και των εγγυήσεων καθιστούν τα συμφωνηθέντα σε άλλα κεφάλαια του προβλήματος, όπως το εδαφικό, το περιουσιακό, την εσωτερική διακυβέρνηση κ.λπ, επισφαλή και τη συνέχιση του κυπριακού ομόσπονδου κράτους στη νέα του μορφή αβέβαιη και υπό συνεχή απειλή.
Η δεύτερη επιλογή είναι: Να δεχτεί η ελληνοκυπριακή πλευρά, με κάποιες περαιτέρω τροποποιήσεις τις τουρκικές «κόκκινες γραμμές» ανεξάρτητα του αν τεθούν ή όχι χρονοδιαγράμματα για την απόσυρση και του τελευταίου Τούρκου στρατιώτη από το νησί ή αν προσδιοριστούν ή όχι μελλοντικά χρονικά όρια κατάργησης οποιονδήποτε επεμβατικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων. Αν ωστόσο, είτε άμεσα είτε με κάποιο ελεγχόμενο χρονοδιάγραμμα αποχωρήσει και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης από την Κύπρο και καταργηθούν εντελώς οι εγγυήσεις αυτό είναι αρκετά καθησυχαστικό για την ασφάλεια των Ελληνοκυπρίων. Και αυτό ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ούτως ή άλλως σε τελική ανάλυση η Κύπρος και η ελληνοκυπριακή πλευρά ιδιαίτερα, θα συνέχιζε ακόμη και μετά τη λύση να λειτουργεί κάτω από το βάρος της σκιάς της συντριπτικής στρατιωτικής υπεροχής της Τουρκίας στην περιοχή, η οποία αν προκληθεί σοβαρά από τις εξελίξεις στο νησί θα μπορούσε να αποτελέσει ενεργή απειλή..
Οι ελληνοκυπριακή πλευρά θα πράξει βέβαια αυτό αφού πρώτα και πάλιν, όπως και στην πρώτη περίπτωση, αξιολογήσει τις τυχόν αλλοιώσεις ή υποχωρήσεις στις «κόκκινες γραμμές» εάν υπάρξουν, καθώς και τις ύστατες θέσεις αμφοτέρων των μερών επί του προκειμένου, και τις συγκρίνει με τα πιθανά πλεονεκτήματα ή τα οφέλη από τα συμφωνηθέντα στα άλλα κεφάλαια στο Κυπριακό. Και τούτο βέβαια αφού πεισθεί ότι τα συμφωνηθέντα στα κεφάλαια αυτά όσο και η διατήρηση της οντότητας και η συνέχεια του νέου ομόσπονδου κράτους δεν τίθενται υπό απειλή και δεν θα υπονομεύονται από τα τυχόν μειονεκτήματα ενός συμβιβασμού των ελληνοκυπριακών θέσεων στα θέματα ασφάλειας και εγγυήσεων.
Όμως πλήρης ικανοποίηση έστω και των εναπομεινάντων «κόκκινων γραμμών» αμφοτέρων των πλευρών μετά από μια κοινά αποδεκτή συμβιβαστική πρόταση, ή ο τετραγωνισμός του κύκλου για πλήρη ικανοποίηση των Ελληνοκυπρίων δεν δύναται να υπάρξει.
Τα διλήμματα είναι ανυπέρβλητα, οι επιλογές κρίσιμες και οι αποφάσεις οδυνηρές. Εάν η Ελληνοκυπριακή πλευρά επιλέξει την πρώτη επιλογή ως την καλύτερη υπό τις συνθήκες και απορρίψει τις τυχόν προτάσεις στα θέματα ασφάλειας και εγγυήσεων, αυτό θα σημαίνει ότι το Κυπριακό παραμένει άλυτο, συνεχίζει το σημερινό στάτους – κβο και μαζί του και η μαζική η παρουσία των κατοχικών δυνάμεων με όλους τους πιθανούς κινδύνους και απειλές που αυτό συνεπάγεται για την Κύπρο. Διατηρείται όμως η κρατική υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Διατηρούνται ταυτόχρονα ίσως και οι ελπίδες για καλύτερες συγκυρίες στο μέλλον που θα ευνοούσαν μια πιο αποδεχτή λύση. Κάτι τέτοιο όμως φαίνεται μάλλον ισχνό ενδεχόμενο, δεδομένων των συσχετισμών δυνάμεων και της αδιαμφισβήτητης τουρκικής υπεροχής, καθώς και της συνεχούς εμβάθυνσης των θεσμών και της λειτουργικότητας του λεγόμενου τουρκοκυπριακού κράτους, που εκ των πραγμάτων θα καταστήσουν το σημερινό πρότυπο λύσης ετεροχρονισμένο και ανεφάρμοστο.
Εάν η ελληνοκυπριακή πλευρά επιλέξει τη δεύτερη επιλογή, ήτοι αποδοχή των τυχόν προτάσεων για την ασφάλεια και τις εγγυήσεις, ο μόνος τρόπος ίσως για να αντιμετωπισθεί το πιθανό αίσθημα ανασφάλειας των ελληνοκυπρίων θα ήταν η Κύπρος να καταφέρει να κρατηθεί μακριά από οποιεσδήποτε συνθήκες ή εξελίξεις που θα προκαλούσαν την επέμβαση της Τουρκίας. Θα πρέπει δηλαδή να υπάρχει πολιτική ομαλότητα στο νησί και καλές σχέσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων αλλά και η Κύπρος να μην αντιστρατεύεται τα συμφέροντα της Τουρκίας κατά την άσκηση της εξωτερικής της πολιτική και ιδιαίτερα σε ευαίσθητους γι αυτήν τομείς. Θα πρέπει επίσης η Άγκυρα, όπως και η Αθήνα βέβαια, να μην αναμιγνύονται στις εσωτερικές υποθέσεις των Κυπρίων και να αναπτύξουν εποικοδομητικές σχέσεις και συνεργασία με την κυπριακή ομόσπονδη Δημοκρατία. Το ερώτημα όμως είναι πώς διασφαλίζεται αυτό;
Να σημειωθεί ότι η απειλή συνίσταται βασικά από δύο μέρη, το ένα είναι η μία χώρα να έχει σοβαρές βλέψεις ή επιδιώξεις σε βάρος της άλλης, και το δεύτερο είναι να έχει ταυτόχρονα τις στρατιωτικές ικανότητες να τις επιβάλει. Αν μια χώρα έχει το ένα και δεν έχει το άλλο, αυτό δεν συνιστά ενεργό και ουσιαστική απειλή. Συνεπώς εάν και στην περίπτωση της Κύπρου με την Τουρκία, μετά από μια λύση πάψουν να υπάρχουν τουρκικές διεκδικήσεις επί της Κύπρου και οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων στο εσωτερικό είναι ομαλές όπως και οι σχέσεις Άγκυρας – Λευκωσίας, οι υπέρτερες στρατιωτικές ικανότητες της χώρας αυτής δεν μπορεί πλέον ουσιαστικά να θεωρούνται και για τους Ελληνοκύπριους απειλή.
Θα πρέπει ωστόσο να γίνει κατανοητό και στις δύο κοινότητες ότι είναι προς το συμφέρον τους στα πλαίσια μιας λύσης να εμπεδώσουν τη λειτουργικότητα των θεσμών, τον αμοιβαίο σεβασμό, την ανεκτικότητα και τη συνεργασία. Το ευρωπαϊκό κεκτημένο αποτελεί βοηθητικό πλαίσιο για σφυρηλάτηση των δικαίων και δικαιωμάτων των δύο κοινοτήτων και των αναγκαίων διεργασιών. Από την άλλη πρέπει επίσης να λεχθεί ότι μπορεί οι Ελληνοκύπριοι να είναι σε μειονεκτικότερη θέση όσον αφορά την ασφάλεια τους ένεκα συσχετισμών δυνάμεων στην περιοχή αλλά η σύγκρουση, η ένταση και η ανωμαλία στο νησί είναι πηγή ανασφάλειας, ανησυχίας, αβεβαιότητας και κινδύνων για αμφότερες τις πλευρές, για όλους τους Κυπρίους.
Κάντε Like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθείστε μας στο Twitter